Συχνά ακούμε ότι ένας θάνατος αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό: στην περίπτωση της Ruth Bader Ginsburg τούτο είναι απόλυτα ακριβές. Η Ginsburg υπήρξε εμβληματική προσωπικότητα: εξαιρετική νομικός, αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και τις ατομικές ελευθερίες, εξέφραζε την παραδοσιακή φιλελεύθερη Αμερική στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο διάδοχός της θα επηρεάσει την αμερικανική πολιτική για δεκαετίες.
Στην Ευρώπη δύσκολα κατανοούμε τη σημασία του Ανώτατου Δικαστηρίου για τις ΗΠΑ. Το συνοπτικό και παλαιό αμερικανικό σύνταγμα που απαιτεί ερμηνεία και η διάκριση των εξουσιών που δυσχεραίνει την νομοθέτηση μετατρέπουν το Δικαστήριο σε πρωτεύον πολιτικό όργανο: με τις αποφάσεις του έχει επηρεάσει καθοριστικά τις αμερικανικές πολιτικές εξελίξεις, από την χρηματοδότηση των υποψηφίων και τις εξουσίες των πολιτειών έως το δικαίωμα στην άμβλωση, την ισότητα δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών και τις θετικές διακρίσεις.
Η εμπλοκή αυτή και η αυξανόμενη πόλωση μεταξύ της φιλελεύθερης και της συντηρητικής Αμερικής οδήγησαν στην πολιτικοποίηση του ρόλου του Δικαστηρίου και των (εννέα) μελών του. Η επιλογή των δικαστών, που κατά το σύνταγμα διορίζονται από τον πρόεδρο και εγκρίνονται από την Γερουσία, κρίνεται όχι με βάση τις νομικές γνώσεις τους αλλά ανάλογα με την (εικαζόμενη) θέση τους στα μεγάλα ζητήματα που διχάζουν την αμερικανική κοινωνία και θα φθάσουν στο Δικαστήριο στο μέλλον.
Από την εποχή Μπους, ο έλεγχος του Δικαστηρίου μετατράπηκε σε μείζον πολιτικό διακύβευμα για τα δύο κόμματα. Τα τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία μεταξύ 4 συντηρητικών, 4 φιλελεύθερων και ενός ‘κεντρώου’ δικαστή που συχνά έκρινε το αποτέλεσμα. Η Ginsburg διορισμένη το 1993 από τον πρόεδρο Κλίντον ήταν η ηγέρια των φιλελεύθερων.
Οι δύο τελευταίοι διορισμοί δικαστών από τον πρόεδρο Τραμπ (του Neil Gorsuch και του Brett Κavanaugh) εγκρίθηκαν από τη Γερουσία σε σχεδόν καθαρά κομματική βάση και έγειραν την πλάστιγγα στο Δικαστήριο υπέρ των συντηρητικών αλλά δεν άλλαξαν ριζικά τις ισορροπίες: ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, John Roberts, αν και συντηρητικός, προτίμησε να γίνει πιο ‘κεντρώος’ φοβούμενος την διάβρωση της νομιμοποίησης του Δικαστηρίου από την υπερβολική πολιτικοποίηση του. Ο θάνατος της Ginsburg δεν επιτρέπει πλέον παρόμοιες ακροβασίες. Ο νέος δικαστής θα σηματοδοτήσει την πορεία του Δικαστηρίου για πολλά χρόνια: ο αγώνας αφορά το ποιος πρόεδρος και ποια Γερουσία θα τον (ή την) επιλέξει. Η πρόθεση των Ρεπουμπλικάνων να προχωρήσουν στην έγκριση του νέου δικαστή πριν τις προεδρικές εκλογές και την ανανέωση της Γερουσίας και η αντίδραση των Δημοκρατικών δείχνουν ότι και τα δύο κόμματα βάζουν πλέον σε δεύτερη μοίρα την πλειοψηφία στο Κογκρέσο - ακόμα και στο Λευκό Οίκο - σε σχέση με τον έλεγχο του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Οι επιπτώσεις για τις εκλογές του Νοεμβρίου είναι αβέβαιες: ο Τραμπ θα συσπειρώσει την ρεπουμπλικανική βάση με την υπόσχεση ενός συντηρητικού Δικαστηρίου για μια γενιά. Οι Δημοκρατικοί θα κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους για την ψυχή της Αμερικής. Ο Μπάιντεν μπορεί να απειλήσει με αύξηση του αριθμού των δικαστών (ο αριθμός τους ορίζεται με νόμο και όχι στο σύνταγμα) σε περίπτωση που οι Ρεπουμπλικάνοι προχωρήσουν πριν τις εκλογές.
Από τη Δευτέρα μέχρι τoν Ιανουάριο του 2021 όταν αναλάβει το νέο Κογκρέσο, η μάχη για τη διαδοχή της Ruth Bader Ginsburg θα αποτελέσει ένα νέο πεδίο στο οποίο θα αναδειχθεί ο διχασμός των Αμερικανών. Ο νικητής θα καθορίσει, περισσότερο και από τον νέο πρόεδρο την πορεία της χώρας.
*Ο Γιάννης Παπαγεωργίου είναι Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ.