Να χαράξει εγκαίρως τη συνολική στρατηγική της για την επόμενη ημέρα μετά τον Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς και για το ενδεχόμενο μία πολιτική αποσταθεροποίηση να οδηγήσει σε ένοπλη σύγκρουση εντός της Ρωσίας, καλούν την Ευρωπαϊκή Ένωση με άρθρο που συνυπογράφουν στον Guardian ο Αλεξάντερ Κλάρκσον, λέκτορας Γερμανικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου, και ο Κίριλ Σάμιεφ, Ρώσος πολιτικός επιστήμονας και συνεργάτης στη «δεξαμενή σκέψης» European Council on Foreign Relations.
Είκοσι επτά χρόνια πριν από την πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κάτι που τώρα φαίνεται μακρινό παρελθόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέταζε την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας. Το 1995, μετά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Τσετσενία, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέστειλαν την επικύρωση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας ΕΕ-Ρωσίας και προειδοποίησαν τη Μόσχα με ακόμη βαρύτερες συνέπειες εάν δεν έμπαινε τέλος στα εγκλήματα πολέμου που διέπραττε, συμπεριλαμβανομένου του αδιάκριτου βομβαρδισμού Τσετσένων αμάχων.
Η κυβέρνηση του Μπόρις Γέλτσιν αντιμετώπισε τη σύγκρουση στην Τσετσενία εξαπολύοντας περαιτέρω βία, αλλά η Ευρώπη τελικά υπαναχώρησε και επικύρωσε τη συμφωνία εταιρικής σχέσης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ηγεσία της Ρωσίας συνέχισε να διαβρώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς, εισέβαλε Γεωργία το 2008 και υποδαύλισε έναν πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία το 2014, που αποτέλεσε και το προοίμιο της εισβολής της 24ης Φεβρουαρίου 2022.
«Η αναδρομή στις χαμένες ευκαιρίες της δεκαετίας του 1990 είναι μια υπενθύμιση του πώς τα άμεσα διλήμματα μπορούν να οδηγήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να παραβλέψουν σημάδια της επόμενης κρίσης στον ορίζοντα. Καθώς διαχειρίζεται τη σφαγή που έχει προκαλέσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να μην προετοιμαστεί για την επόμενη ρωσική κρίση», σημειώνουν οι Αλεξάντερ Κλάρκσον και Κίριλ Σάμιεφ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως και ο πόλεμος στην Τσετσενία τη δεκαετία του 1990, έχει ασκήσει τεράστια πίεση στη σταθερότητα της Ρωσίας ως κράτους. Είναι καίριας σημασίας τα κράτη -μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να αρχίσουν να σχεδιάζουν μια σειρά από μετα-πολεμικά και μετα-Πούτιν σενάρια στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης μίας αποσταθεροποίησης του ρωσικού πολιτικού συστήματος που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε ένοπλες συγκρούσεις στη χώρα. Για να προστατεύσει τα συλλογικά συμφέροντα της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, από οποιαδήποτε μελλοντική αναταραχή μπορεί να υπάρξει στη Ρωσία, η ΕΕ χρειάζεται μια στρατηγική που να ενθαρρύνει ενεργά τον εκδημοκρατισμό της, όσο μικρές και αν φαίνονται την παρούσα στιγμή οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο, υπογραμμίζουν.
Το Κρεμλίνο έχει εδώ και καιρό απορρίψει τις Βρυξέλλες ως παγκόσμιο παράγοντα. Μετά την ευρωπαϊκή καταδίκη των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων της Τσετσενίας, η Μόσχα ακολούθησε την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», διχάζοντας τη βασισμένη σε κοινές αξίες ενότητα του ευρωπαϊκού μπλοκ, προχωρώντας σε συνδιαλλαγές με μεμονωμένους ηγέτες και προσδιορίζοντας τα κράτη-μέλη με τη μεγαλύτερη επιρροή και τα εθνικά τους συμφέροντα. Σε πολλές περιπτώσεις, η Ρωσία πέτυχε την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση με τα κράτη της Δύσης που επιθυμούσε, αποφεύγοντας παράλληλα να προχωρήσει σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της.
Η κυνική προσήλωση της Μόσχας στα συμφέροντα μεμονωμένων κρατών-μελών της ΕΕ τόσο αντανακλούσε, όσο και έριχνε βαριά στη ρωσική αντίληψη για την ΕΕ. Ακόμη και μέλη της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών, που προέρχονταν από την αντιπολίτευση, θεωρούσαν την ΕΕ ως μία μη ισορροπημένη συνομοσπονδία με τις μεγάλες δυνάμεις να υπαγορεύουν την οικονομική και εξωτερική πολιτική του μπλοκ. Η οικονομική ανάπτυξη, η ελευθερία στις μετακινήσεις και τα ταξίδια και η συνεργασία με μεμονωμένα κράτη-μέλη της ΕΕ τους «τύφλωσε» απέναντι στη σταδιακή μείωση του επιπέδου της ελευθερίας στη Ρωσία. Οι ρωσικές ελίτ απέκτησαν δεξιότητες εκμάθησης ξένων γλωσσών και αρκετό κλεμμένο ή προερχόμενο από πετρελαϊκές συναλλαγές πλούτο για να κάνουν άνετες διακοπές στη Δυτική Ευρώπη χωρίς να μπουν στον κόπο να υποστηρίξουν τις δημοκρατικές αξίες στο εσωτερικό της χώρας τους.
Για τη μεσαία και ανώτερη τάξη της Ρωσίας, αυτό το «παζάρι» μεταξύ Μόσχας και Βρυξελλών έληξε με την εισβολή στην Ουκρανία. Έχοντας χάσει οποιαδήποτε επιρροή στον Βλαντιμίρ Πούτιν, οι ρωσικές ελίτ επέλεξαν είτε να σιωπήσουν, είτε να φύγουν από τη χώρα ή να εμπλακούν σε εσωτερικές συγκρούσεις ρίχνοντας η μία στην άλλη την ευθύνη για την κρίση. Εάν η Ρωσία καταφέρει να αποφύγει μία πλήρη διολίσθηση στον ολοκληρωτισμό, ό,τι απομένει από τη δημοκρατική της αντιπολίτευση μπορεί τελικά να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη δυνατότητα της ΕΕ να ασκεί ισχυρή επιρροή για πρόοδο και μεταμόρφωση, κατά τους υπογράφοντες του άρθρου.
Η απογοήτευση της Ουκρανίας ενώπιον μίας ενεργότερης εμπλοκής της ΕΕ με τη Ρωσία θα ήταν κατανοητή, αλλά η ενθάρρυνση της απομάκρυνσης από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό θα ήταν προς το συμφέρον όλων των γειτόνων της Ρωσίας. Δεδομένου ότι η σημερινή ελίτ της Μόσχας θα κατηγορήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ούτως ή άλλως, η ΕΕ δεν έχει να χάσει τίποτα κάνοντας μια ευρύτερη συζήτηση για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση στη Ρωσία μετά τον Πούτιν, εκτιμούν.
Μια μεταπολεμική Ρωσία που προσπαθεί να ξεπεράσει την τοξική κληρονομιά του Βλαντιμίρ Πούτιν θα είχε πολλά να μάθει πολλά από ένα ευρωπαϊκό μπλοκ που ευημερεί οικονομικά και το οποίο ένωσε και μεταμόρφωσε κοινωνίες που κάποτε είχαν πολεμήσει μεταξύ τους σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να καθορίσουν λεπτομερώς και να θέσουν αυστηρές προϋποθέσεις στην κρατική ελίτ της Ρωσίας για την επανέναρξη του εμπορίου, των ταξιδιών και της πρόσβασης σε επενδύσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη. Θα έπρεπε να παράσχουν επίσης κίνητρα. Μια γνήσια μεταρρυθμιστική διαδικασία για την αποκατάσταση του Κράτους Δικαίου και την αναγνώριση των υποχρεώσεων της Ρωσίας προς την Ουκρανία και άλλες χώρες που έχουν επηρεαστεί από τη σύγκρουση θα μπορούσε να ανταμειφθεί με την υπόσχεση για διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες, επισημαίνουν οι Αλεξάντερ Κλάρκσον και Κίριλ Σάμιεφ.
Η ευρωπαϊκή δυσπιστία προς τη Ρωσία είναι βαθιά, επομένως η ΕΕ θα πρέπει να είναι αποφασιστική όσον αφορά την επαλήθευση αυτής της διαδικασίας σε κάθε στάδιο. Πολλοί Ρώσοι είναι εξοικειωμένοι με την αρχή «εμπιστεύσου αλλά επαλήθευσε», η οποία χαρακτήρισε τις συνομιλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό επί εποχής Γκορμπατσόφ-Ρέιγκαν. Αλλά μόνο μια ακλόνητη δέσμευση για επαλήθευση μπορεί να οικοδομήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη. Καθώς η εμπιστοσύνη θα αποκαθίσταται σταδιακά, η Ρωσία θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να ενσωματωθεί στην ενιαία αγορά της ΕΕ, τη βάση για την επιτυχημένη οικονομική και κοινωνική τάξη της Ευρώπης, σύμφωνα με το άρθρο.
«Ίσως ακούγεται πρόωρο να συζητηθούν στρατηγικές για την τόνωση μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία. Αλλά μπορεί να υπάρχει μόνο ένα ‘εύθραυστο’ παράθυρο ευκαιρίας για να υποστηριχθεί ο πραγματικός μετασχηματισμός στη Ρωσία. Θα απαιτήσει από τους Ρώσους να εγκαταλείψουν τις ιμπεριαλιστικές αυταπάτες του καθεστώτος Πούτιν. Εάν μπορούν να το κάνουν, ίσως υπάρξει ένας δρόμος προς ένα κοινό ευρωπαϊκό σπίτι για όλους. Η Δύση δεν πρέπει να παραβλέπει τις δυνατότητες θετικής αλλαγής στη Ρωσία, παρόλο που υποστηρίζει την Ουκρανία στον αγώνα της για επιβίωση», καταλήγει το άρθρο των Αλεξάντερ Κλάρκσον και Κίριλ Σάμιεφ που φιλοξενείται στον βρετανικό Guardian.
Διαβάστε επίσης