Του Γιώργου Παυλόπουλου
Η Κίνα ποτέ δεν αναγνώρισε και δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος. Από το 1949, όταν εκεί κατέφυγαν οι ηττημένες από τον στρατό του Μάο Τσετούνγκ δυνάμεις της Κουμιτάνγκ, το Πεκίνο θεωρεί ότι το νησί του ανήκει, έχοντας καταφέρει να μην αναγνωριστεί μέχρι σήμερα επισήμως από κανένα άλλο κράτος.
Υπάρχουν, βεβαίως, 16 από τις 193 χώρες-μέλη του ΟΗΕ οι οποίες θεωρούν ότι στην Ταϊπέι βρίσκεται η έδρα της Δημοκρατίας της Κίνας. Πρόκειται για μια στάση η οποία, ουσιαστικά, αμφισβητεί την ύπαρξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που προέκυψε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εγγράφοντας «υποθήκη» για μελλοντική παλινόρθωση του προηγούμενου καθεστώτος.
Αυτό, ωστόσο, είναι φανερό πως δεν πρόκειται να γίνει ούτε στο άμεσο μέλλον ούτε με ειρηνικά μέσα. Όπως ούτε με ειρηνικά μέσα πρόκειται ποτέ η Ταϊβάν να αναγνωριστεί ως κράτος ούτε η Κίνα να την εντάξει στην επικράτειά της, επαναλαμβάνοντας το μοντέλο του Χονγκ Κονγκ, το οποίο πέρασε στην κυριαρχία της με μια απλή τελετή… παράδοσης-παραλαβής από τους Βρετανούς, το 1997.
Αυτή την εβδομάδα, άλλωστε, το Πεκίνο φρόντισε να υπενθυμίσει προς κάθε κατεύθυνση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν θα απαντηθεί άμεσα με τα όπλα. Διατύπωσε, έτσι, το δικό του casus belli και μάλιστα λίγες μέρες αφότου οι ΗΠΑ αποφάσισαν να ενισχύσουν με νέα υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα τον στρατό της – μην αφήνοντας, με τη σειρά τους, καμία αμφιβολία για το ποιος θα την στηρίξει σε περίπτωση σύρραξης.
Το κουβάρι των αντιθέσεων
Πρακτικά, γύρω από την Ταϊβάν μπορεί κανείς να πει ότι συμπυκνώνονται όλες οι γεωπολιτικές αντιθέσεις στην περιοχή της Άπω Ανατολής και του Ειρηνικού. Αντιθέσεις οι οποίες, αναμφίβολα, προκύπτουν πρωτίστως από την ραγδαία ενίσχυση της Κίνας και τη σταδιακή μετατροπή της σε παγκόσμια υπερδύναμη – κάτι που ούτε το δικό της καθεστώς κρύβει ότι επιδιώκει.
Ήδη, άλλωστε, εκτός από το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη και κλείνει διαρκώς την ψαλίδα που τη χωρίζει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας σωρεύσει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα από την εκρηκτική της ανάπτυξη τις προηγούμενες δεκαετίες, θέτει ως στόχο τη συγκρότηση μιας πολεμικής μηχανής η οποία θα είναι τουλάχιστον ισοδύναμη, αν όχι υπέρτερη, της αντίστοιχης αμερικανικής. Ο στόχος αυτός αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στην «Λευκή Βίβλο» που δημοσιοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα, όπου περιγράφεται το (κάθε άλλο παρά) αμυντικό δόγμα του Πεκίνου για τις επόμενες δεκαετίες.
Εκεί, λοιπόν, αναφέρεται με σαφήνεια ότι το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων θα συνεχιστεί και θα ενταθεί με στόχο, το αργότερο ως τα μέσα του αιώνα, να έχει συγκροτηθεί ένας «παγκοσμίου κλάσης στρατός». Όπερ μεθερμηνευόμενο, σημαίνει ότι τότε, οι Κινέζοι θα είναι σε θέση να κοιτάξουν στα μάτια τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους στην περιοχή και να διεκδικήσουν, ακόμη και δια της βίας, αυτά που θεωρούν ότι τους ανήκουν – συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ταϊβάν.
Αναμένοντας το 2050…
Μας οδηγεί, άραγε, αυτό στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον για τα επόμενα 30 χρόνια μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι δεν θα ξεσπάσει μία σύρραξη ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις του πλανήτη και τους συμμάχους τους (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και άλλες χώρες από τη μία, Βόρεια Κορέα και Ρωσία από την άλλη), που μπορεί να έχει φρικιαστικές συνέπειες;
Όχι αναγκαστικά. Πρώτα από όλα, εάν οι Αμερικανοί διαπιστώσουν ότι οι Κινέζοι οδεύουν προς την επίτευξη του στόχου τους και καταλάβουν ότι απειλούνται τα συμφέροντα και οι σύμμαχοί τους, μπορεί να «εκβιάσουν» επικίνδυνες καταστάσεις πολύ νωρίτερα, για να κόψουν τον… τσαμπουκά και τη φόρα του Πεκίνου τώρα που έχουν την υπεροπλία.
Έπειτα, ένας στρατός δεν αρκεί να είναι ισχυρός ονομαστικά, αλλά ετοιμοπόλεμος στην πράξη και έμπειρος ώστε να αντεπεξέλθει την κρίσιμη στιγμή. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι από τη στιγμή που οι Κινέζοι θα αισθανθούν πολύ ισχυροί, θα αρχίσουν τις «δοκιμές» και θα σηκώνουν το γάντι όταν γίνονται ενέργειες που θεωρούν σήμερα προκλήσεις αλλά δεν τις απαντούν.
Εν συντομία: Ο Ειρηνικός συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει το θέατρο του επόμενου πραγματικά μεγάλου πολέμου στο διάστημα μιας γενιάς. Αφού, πρώτα, έχουν προηγηθεί πολλές δοκιμές…