Νόμος για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μετά την απόπειρα πραξικοπήματος
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
Γερμανία

Νόμος για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μετά την απόπειρα πραξικοπήματος

Στη Γερμανία η αποκάλυψη σκοτεινών σχεδίων κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος και οι συλλήψεις των τελευταίων ημερών έχουν προκαλέσει σοκ σε όλη τη χώρα. Η υπόθεση κρίνεται κάθε άλλο παρά γραφική. Την σοβαρότητά της συμμερίζονται όλες οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο προτίμησαν να σιωπήσουν, αναμένοντας τα αποτελέσματα των ερευνών. Το ακριβώς αντίθετο σε σχέση με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα – και μάλιστα με εντελώς αστήρικτες κατηγορίες.

Πολλοί θα μπορούσαν να πουν πολλά στη Γερμανία. Όπως, για παράδειγμα, ότι τα γεγονότα και τα επεισόδια που επί χρόνια προκαλούσε ένα συνονθύλευμα αντιεμβολιαστών, συνωμοσιολόγων και μιμητών του αμερικανικού τραμπικού κινήματος QUanon, κραύγαζαν όλο και πιο δυνατά.

Μπορούσαν να κατηγορήσουν την κυβέρνηση, τις αρμόδιες αρχές, το Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος για ολιγωρία ή για υποτίμηση των περιστατικών βίας.

Μπορούσαν να εκτοξευτούν από κόμματα και πολιτικούς κατηγορίες για αδιαφορία μπροστά στον κίνδυνο πραξικοπήματος και ανατροπής του πολιτεύματος.

Μπορούσαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος υποβάθμισε περισσότερο το ζήτημα και να διασταυρώνουν τα ξίφη τους για τις παρακολουθήσεις και το απόρρητο.

Μπορούσαν να κατηγορήσουν την κυβέρνηση ότι δεν έλαβε μέτρα κατά των ακραίων της Εναλλακτικής για την Γερμανία, ειδικά μετά την απόπειρα κατά του Ράιχσταγκ.

Ωστόσο, όλοι (και η Αριστερά) προτίμησαν να μην ρίξουν λάδι στη φωτιά. Και απέφυγαν προσεκτικά φράσεις του τύπου «αν κλέβεις τα σπίτια των ανθρώπων, μέσω των τραπεζών και των funds, μπορεί να γίνεις και βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος. Εάν όμως κλέψεις 20 ευρώ βενζίνη, μπορείς να βρεθείς με μια σφαίρα στο κεφάλι» - όπως χωρίς κανέναν δισταγμό δήλωσε ο κ. Τσίπρας με αφορμή το τελευταίο δραματικό γεγονός και ενώ γνώριζε πως κάτι τέτοιο μπορούσε να πυροδοτήσει επεισόδια με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Πανομοιότυπες τοποθετήσεις

Στη Γερμανία και η μία και η άλλη πλευρά τοποθετήθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

Ο αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών Λαρς Κλινγκμπάιλ ζήτησε να ληφθούν μέτρα κατά της Εναλλακτικής (AfD), αποκαλώντας το συγκεκριμένο κόμμα «ξεκάθαρα αντισυνταγματικό, που στηρίζεται στην βία και στη ρητορική του μίσους».

Και η ομοσπονδιακή πρόεδρος της Αριστεράς, Τζανίν Βίσλερ, ζήτησε επίσης «πιο συνεπή» δράση κατά των ακροδεξιών δικτύων. Είπε: «Αυτό που κάνει τέτοια δίκτυα ιδιαίτερα επικίνδυνα είναι ότι έχουν διασυνδέσεις στον στρατό, την αστυνομία και το δικαστικό σώμα. Ανάμεσά τους υπάρχουν άνθρωποι που είναι εκπαιδευμένοι στο χειρισμό όπλων, που έχουν πρόσβαση σε όπλα και ευαίσθητα δεδομένα, γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό να ερευνούμε συνεχώς και να συντρίβουμε τα δεξιά δίκτυα στον στρατό και στην αστυνομία».

Ουδείς διανοήθηκε να κατηγορήσει την κυβέρνηση γι’ αυτό, να δηλώσει ότι ο «ιθύνων νους» της ολιγωρίας βρίσκεται στην καγκελαρία.

Κι’ αυτό παρά το γεγονός ότι στην Γερμανία ουδείς έπεσε από τα σύννεφα.

Όλοι γνώριζαν ότι πίσω από την βία κρύβονται οι αντιεμβολιαστές, οι οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας, οι οραματιστές του Ράιχ «Πολίτες του Ράιχ» και εσχάτως οι υπέρμαχοι του Πούτιν.

Συνωμοσίες σε βάθος χρόνου

Ήδη από τον περασμένο Μάιο, έρευνα του Κέντρου Παρακολούθησης, Ανάλυσης και Στρατηγικής (Cemas) είχε καταδείξει ότι ένας στους πέντε Γερμανούς πιστεύει στις θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και ότι αυτή η στάση τους συνδέεται άμεσα με την ακροδεξιά και το κίνημα των αντιεμβολιαστών.

Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2017 είχε συλληφθεί στην Βιέννη ένας αξιωματικός του γερμανικού στρατού που παρίστανε τον Σύρο αιτούντα άσυλο και ο οποίος πέντε χρόνια αργότερα καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5,5 ετών με την κατηγορία ότι σχεδίαζε να επιτεθεί σε έναν ή περισσότερους πολιτικούς, καθώς και για αδικήματα που σχετίζονται με την κατοχή όπλων.

Ήδη από το 2017 είχε προκληθεί σοκ και είχε ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για την ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση εντός του γερμανικού στρατού.

Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2021, η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς υπόπτους που λέγεται ότι σχεδίαζαν τη δολοφονία του Χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργού της Σαξονίας Μίκαελ Κρέτσμερ.

Ήδη από τον περασμένο Απρίλιο υπήρξαν συλλήψεις ατόμων που σχεδίαζαν την απαγωγή του Σοσιαλδημοκράτη υπουργού Υγείας Λάουτερμπαχ και αργότερα αποκαλύφθηκαν τα σχέδια απαγωγής του Πράσινου υπουργού Οικονομίας Χάμπεκ.

Και ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού τα Γραφεία Προστασίας του Συντάγματος όλων σχεδόν των κρατιδίων είχαν προειδοποιήσει για «έναν χειμώνα γερμανικής οργής και εξτρεμιστικής έκρηξης», ως συνέπεια μιας έντονης συναισθηματικής φόρτισης λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εισαγγελία, στόχος αυτών των ομάδων είναι «να πυροδοτήσει συνθήκες εμφυλίου πολέμου στη Γερμανία και έτσι να επιφέρει τελικά την ανατροπή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».

Οι ειδικοί είχαν επίσης προειδοποιήσει για βίαιες διαδηλώσεις, διάδοση των μηνυμάτων βίας μέσω των κοινωνικών δικτύων, ανάπτυξη συνωμοτικών δράσεων και συγκρουσιακές καταστάσεις στις διαδηλώσεις.

Σύμφωνα με τις αναλύσεις αυτές, οι συνωμότες θα εκμεταλλεύονταν την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό για να συμπαρασύρουν τμήματα του πληθυσμού.

Απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων

Τον Μάιο η Σοσιαλδημοκράτισσα υπουργός Εσωτερικών Νάνσυ Φέζερ, (υπογραμμίζοντας ότι κατά το 2021 το 41% των θυμάτων βίαιων εγκλημάτων δέχθηκαν επίθεση από ακροδεξιούς εξτρεμιστές), ανακοίνωσε πως επιθυμία της είναι να απολύσει από τον δημόσιο τομέα τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, διενεργήθηκαν έρευνες σε 860 περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων, για την ύποπτη συμπεριφορά των οποίων είχαν φθάσει πληροφορίες στις αρχές ασφαλείας. Ενδείξεις δεξιού εξτρεμισμού είχαν εντοπιστεί σε 327 δημοσίους υπαλλήλους. Έγινε επίσης γνωστό ότι 500 δημόσιοι υπάλληλοι οδηγήθηκαν στα πειθαρχικά συμβούλια, ενώ σε κάποιους ασκήθηκαν διώξεις και κάποιοι απολύθηκαν

Ασκήθηκε κριτική, καθώς κάποιοι είχαν αμφιβολίες για την μεθοδολογία, πλην όμως η υπουργός ανακοίνωσε πως θα φέρει νομοσχέδιο ώστε «οι εχθροί του Συντάγματος να απομακρύνονται από την υπηρεσία τους με μεγαλύτερη ταχύτητα».

Αυτό που περισσότερο ανησυχεί είναι ότι ακραία στοιχεία έχουν διεισδύσει στις τάξεις του στρατεύματος – και άρα είναι εκπαιδευμένοι στα όπλα – και του δικαστικού σώματος, όπως συνέβη με την συλληφθείσα πρώην βουλευτή του AdF και δικαστής.

Τα δραματικά γεγονότα απέδειξαν, όπως ισχυρίζεται ο γερμανικός Τύπος, ότι το πολιτικό σύστημα δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία.

Διαφωνίες συνδικαλιστών

Βέβαια, οι υπουργοί των Εσωτερικών των κρατιδίων είχαν από το 2019 αποφασίσει να παρακολουθούν όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά η παρακολούθηση πέντε εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων – καθώς οι συνδικαλιστές της ομοσπονδιακής αστυνομίας διαφώνησαν με επιλεκτικό έλεγχο των συναδέλφων τους – κρίθηκε καθόλου εύκολο εγχείρημα.

Οι Γερμανοί αστυνομικοί πιστεύουν ωστόσο ότι κάθε υποψήφιος δημόσιος υπάλληλος πρέπει να περνά από τον έλεγχο του Γραφείου Προστασίας του Συντάγματος. Αμέσως διαφώνησαν οι συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών, που ζήτησαν στοχευμένους ελέγχους και όχι επί του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων.

Με τους μαζικούς ελέγχους διαφώνησε και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ζητώντας να μην ελέγχονται όλοι, αλλά μόνο οι ύποπτες περιπτώσεις.

Αμέσως αντέδρασαν οι υπουργοί Εσωτερικών της Κάτω Σαξονίας, Μπόρις Πιστόριους και του Βρανδεμβούργου, Μίκαελ Στούμπγκεν. Αν και ο πρώτος προέρχεται από τους Σοσιαλδημοκράτες και ο δεύτερος από τους Χριστιανοδημοκράτες, οι δηλώσεις τους υπήρξαν πανομοιότυπες: «Οι εξτρεμιστές δεν έχουν θέση στις δημόσιες υπηρεσίες».

Μετά τα τελευταία γεγονότα (ήδη έχουν ελεγχθεί 150 κατοικίες, σε 50 έχουν βρεθεί όπλα και αναμένεται οι συλλήψεις να ξεπεράσουν τις 50), η Νάνσυ Φέζερ ανακοίνωσε ότι θα φέρει τελικά το νόμο για έλεγχο των δημοσίων υπαλλήλων πριν από το τέλος του χρόνου – έναν νόμο που καθυστερεί λόγω διαφωνιών των Φιλελευθέρων.

Προβλέπεται μάλιστα οι δημόσιοι υπάλληλοι που κρίνονται ύποπτοι εξτρεμισμού να απομακρύνονται από τις υπηρεσίες τους μόνο με ενδείξεις και πριν κριθούν από τα δικαστήρια ή τα πειθαρχικά όργανα – κάτι που ήδη ισχύει στην Βάδη-Βυρτεμβέργη.

Στο μεταξύ, οι γερμανικές πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν σε γενικές γραμμές για την ανάγκη ανάληψης άμεσης δράσης, αναγνωρίζουν την αξία της συλλογής πληροφοριών και των παρακολουθήσεων, συμφωνούν στο απόρρητο των ερευνών και ουδείς συζητά για το πότε πρέπει να ενημερώνονται όσοι παρακολουθούνται για λόγους εθνικής ασφαλείας και προστασίας του πολιτεύματος…

*Η Σοφία Βούλτεψη είναι βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, δημοσιογράφος