Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ και οι πρωθυπουργού των 16 κρατιδίων αναμένεται να αποφασίσουν σήμερα την παράταση των μέτρων, πιθανόν ως τις 31 Ιανουαρίου.
Τα καταστήματα -- με εξαίρεση αυτά των τροφίμων-- τα εστιατόρια, τα μπαρ και οι πολιτιστικοί χώροι αναμένεται να παραμείνουν κλειστοί τις επόμενες εβδομάδες, όπως και η πλειονότητα των σχολείων.
Η Ανατολική Γερμανία πλήττεται περισσότερο
Αν και κατά το πρώτο κύμα της επιδημίας του κορονοϊού η Γερμανία θεωρούνταν ο “καλός μαθητής” της Ευρώπης στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, πλέον δυσκολεύεται να ελέγξει την covid-19, κυρίως στα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας.
Το όριο των 1.000 νεκρών σε ένα 24ωρο ξεπεράστηκε για πρώτη φορά στις 30 Δεκεμβρίου. Περίπου 1, 787 εκατομμύριο κρούσματα covid-19 έχουν επιβεβαιωθεί από την αρχή της πανδημίας στη Γερμανία, ενώ περισσότεροι από 35.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει.
Οι επιπτώσεις των χριστουγεννιάτικων διακοπών και των οικογενειακών συγκεντρώσεων δεν έχουν ακόμη καταγραφεί, προειδοποιούν οι ειδικοί.
“Υπάρχει λίγος χώρος για χαλάρωση”, τόνισε ο Στέφεν Ζάιμπερτ εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης.
Η “ιστορική” κρίση του κορονοϊού αναμένεται να παραταθεί το 2021, είχε προειδοποιήσει από την πλευρά της η ίδια η Μέρκελ στις 31 Δεκεμβρίου, στις ευχές της για το νέο έτος.
Η κατάσταση παραμένει κρίσιμη στη Σαξονία, ένα κρατίδιο που για καιρό ήταν επιφυλακτικό στη λήψη μέτρων και όπου το ποσοστό των μολύνσεων έφτανε χθες τις 323 ανά 100.000 κατοίκους. Και άλλες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, όπως η Θουριγγία ή το Βραδεμβούργο, έχουν επίσης πληγεί ιδιαίτερα από την covid-19.
Η παράταση των περιοριστικών μέτρων κρίνεται “αναπόφευκτη”, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ, ο οποίος πριν μερικές εβδομάδες επέκρινε την “υστερία” των μέτρων κατά της πανδημίας.
Επικρίσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης
Η Γερμανία δεν έχει καταφέρει μετά τον Σεπτέμβριο να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την ανάσχεση της εξάπλωσης της covid-19. Η Μέρκελ, η δημοτικότητα της οποίας παραμένει πολύ υψηλή, δεν κατάφερε να επιβάλει πιο αυστηρά μέτρα στα κρατίδια, που ανησυχούσαν για τις οικονομικές επιπτώσεις της επιδημίας.
Οπότε η διαχείριση του δεύτερου κύματος ήταν “μια μεγάλη αποτυχία”, όπως έγραψε η εφημερίδα Die Welt, κάνοντας λόγο για “δισταγμούς, συγκρούσεις αρμοδιοτήτων και στρατηγικά λάθη”.
Εκτός από τα μέτρα, η Γερμανία βασίστηκε πολύ και στην εκστρατεία εμβολιασμού κατά της covid-19.
Περισσότεροι από 264.000 ηλικιωμένοι και υγειονομικοί είχαν λάβει μέχρι χθες, Δευτέρα, την πρώτη δόση του εμβολίου της Pfizer/BioNTech.
Αν και ο ρυθμός των εμβολιασμών στη Γερμανία είναι πιο γοργός σε σχέση με άλλες γειτονικές της χώρες, υπάρχουν πολλοί που επικρίνουν τη βραδύτητα της εκστρατείας.
Περίπου το 44% των Γερμανών δεν έχει πειστεί από την εμβολιαστική εκστρατεία, σύμφωνα με δημοσκόπηση το Civey.
Η εφημερίδα Bild, αυτή με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα στη Γερμανία, διεξάγει εκστρατεία κατά της κυβέρνησης, την οποία κατηγορεί ότι “βασίστηκε πολύ στην ΕΕ” για τον εφοδιασμό σε εμβόλια και ότι χρησιμοποιεί μόνο αυτό της Pfizer/BioNTech και όχι αυτό της Moderna.
Η διαμάχη έφτασε ως την κυβέρνηση, με τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), να αποστέλλει έναν κατάλογο με ερωτήσεις για την εμβολιαστική εκστρατεία στον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν, μέλος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU).
“Για ποιο λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παράγγειλε τόσες λίγες δόσεις του εμβολίου; Και για ποιο λόγο κάποιες παρτίδες που δεν είχε ζητήσει η ΕΕ (…) δεν παραγγέλθηκαν από τη Γερμανία;”, ρωτά μεταξύ άλλων ο Σολτς.
“Πάντα ήταν άποψή μου (…) να παίρνω τον ευρωπαϊκό δρόμο”, απάντησε ο Σπαν.
Πολλά εμβολιαστικά κέντρα, ανάμεσά τους το μεγαλύτερο στη Γερμανία που βρίσκεται στο Αμβούργο, άνοιξαν σήμερα, ενώ η κυβέρνηση εξετάζει τη δυνατότητα να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο το διάστημα μεταξύ της χορήγησης της πρώτης και της δεύτερης δόση, ώστε να μπορέσουν να εμβολιαστούν περισσότεροι Γερμανοί.