«O πιο διακαής πόθος μου είναι να μην αντικατασταθώ προτού αναλάβει νέος πρόεδρος» φέρεται να ήταν μια από τις τελευταίες επιθυμίες της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που για πάνω από δύο δεκαετίες υπήρξε σύμβολο των φιλελευθέρων και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όπως φαίνεται όμως, ο θάνατος της Γκίνσμπεργκ αποτελεί πια «πολιτικό εργαλείο» στα χέρια του Ντόναλντ Τραμπ όσο και του επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ.
«Είχαμε υποσχεθεί να συνεργαστούμε με τον πρόεδρο Τραμπ και να υποστηρίξουμε το πρόγραμμά του» συμπεριλαμβανομένων «των εξαίρετων επιλογών του για την πλήρωση θέσεων ομοσπονδιακών δικαστών», ανέφερε ο Μιτς Μακόνελ σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησε. «Για άλλη μια φορά, θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας», συνέχισε, προσθέτοντας πως θα γίνει ψηφοφορία στη Γερουσία για να εγκριθεί ο διορισμός, ακόμη κι αν αυτός ανακοινωθεί πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου».
Λίγες ώρες αργότερα ο Τραμπ και αφού είχε αναφερθεί πρώτα στην ζωή της Γκίνσμπεργκ, ζήτησε από τους Ρεπουμπλικάνους της Γερουσίας «να βιαστούν» ώστε να πληρωθεί το κενό της Ανωτάτης Δικαστού.
Τόσο για τον πρόεδρο όσο και τον Μακόνελ ο διορισμός ενός συντηρητικού δικαστή στη θέση της Γκίνσμπεργκ θα αποτελέσει μια απαράμιλλη πολιτική νίκη «δεκαετιών», δεδομένου ότι οι αποφάσεις των δικαστών καθορίζουν τις επόμενες γενιές.
Ο Τραμπ, παρά τις αμφιβολίες που είχαν για τη προσωπική του ζωή οι «σκληροί» Χριστιανοί ευαγγελιστές, θα μπορεί να καυχιέται ότι διόρισε- σε μια θητεία- τρεις συντηρητικούς δικαστές. Ο πρόεδρος, ο οποίος θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στο κορυφαίο αξίωμα των ΗΠΑ την 3η Νοεμβρίου, έχει προχωρήσει ήδη σε δύο – πρακτικά ισόβιους – διορισμούς δικαστικών στο σώμα : Αυτόν του Νιλ Γκόρσατς (2017) και αυτόν του Μπρετ Κάβανο (2018).
Ο Μιτς Μακόνελ από την πλευρά του, θα μπορεί να υποστηρίζει ότι έφερε εις πέρας την διαδικασία, μια από τις κορυφαίες στην αμερικανική δημοκρατία. Σημειώνεται ότι ένας υποψήφιος ανώτατος δικαστής προτείνεται από τον εκάστοτε πρόεδρο και επιβεβαιώνεται από τη Γερουσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαδραματίζει ρόλο καίριας σημασίας στη χάραξη της πολιτικής στη χώρα για κοινωνικά ζητήματα : Από τα δικαιώματα των ΛΟΑΔ ως το ζήτημα της οπλοκατοχής, από τις θρησκευτικές ελευθερίες ως τη θανατική ποινή και τις προεδρικές εξουσίες. Ήταν αυτό που νομιμοποίησε εν έτει 1973 τις αμβλώσεις σε όλη τη χώρα, απόφαση που ορισμένοι συντηρητικοί δεν κρύβουν την ανυπομονησία τους να ανατρέψουν· το ίδιο επέτρεψε το 2015 τους γάμους προσώπων του ίδιου φύλου σε όλες τις ΗΠΑ.
Στο Ανώτατο Δικαστήριο θεωρείται ότι υπάρχουν δύο μπλοκ –οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί. Η αντικατάσταση της Γκίνσμπεργκ ενδέχεται να οδηγήσει σε μεταβολή της ιδεολογικής ισορροπίας στο σώμα, όπου αυτή τη στιγμή συντηρητικοί έχουν πλειοψηφία με τους Δικαστές, Τόμας, Αλίτο, Καβάνο και Γκόρσατς ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι Μπρέγιερ, Σοτομαγιόρ και Κάγκαν. Ο δε επικεφαλής Δικαστής Τζον Ρόμπερτς θεωρείται μεν συντηρητικός αλλά τάσσεται ενίοτε και με την προοδευτική τάση.
Στο πλαίσιο αυτό, οι Δημοκρατικοί με πρώτο τον Τζο Μπάιντεν επικαλούνται το προηγούμενο του 2016, όταν έφυγε από τη ζωή ο συντηρητικός Ανώτατος Δικαστής Αντόνιν Σκαλία. Τότε οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι ήλεγχαν το Κογκρέσο, δεν είχαν επιτρέψει στον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να διορίσει εκλεκτό του, τονίζοντας ότι μόνον ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα ήταν νομιμοποιημένος να προβεί στον διορισμό.
Με φόντο τα παραπάνω, αναλυτές θεωρούν ότι η πρόθεση να αντικατασταθεί η Γκίνσμπεργκ πριν τις εκλογές, έχει υψηλό πολιτικό ρίσκο δεδομένου ότι τουλάχιστον δύο ρεπουμπλικάνοι στη Γερουσία, η Λίζα Μαρκαουσκι από την Αλάσκα και ο Μιτ Ρομνει από τη Γιούτα, βρίσκονται συχνά εκτός «κομματικής γραμμής». Παράλληλα αρκετά άλλα μέλη του σώματος τα οποία είναι απασχολημένα με την επανεκλογή τους και κινδυνεύουν να χάσουν τη θέση τους, όπως η Σούζαν Κόλινς και ο Τζόνι Ερνστ, δεν θέλουν να εμπλακούν σε μια ιδεολογική μάχη για το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τέλος δεν πρέπει να υποτιμά κάνεις το ενδεχόμενο μια υποψηφιότητα ενός συντηρητικού δικαστή να συσπειρώσει αφενός τους Δημοκρατικούς και αφετέρου να "στείλει" τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους στις κάλπες υπέρ του Μπάιντεν.
Οι επόμενες μέρες θα είναι κρίσιμες, αφού Τραμπ και Μακόνελ θα κάνουν τους υπολογισμούς τους για να δουν, κατά πόσο τελικά πρέπει να περιμένουν τις εκλογές ή να προχωρήσουν εδώ και τώρα...