Της Δρ. Άννας Κωνσταντινίδου*
Μέσα στον ορυμαγδό των οικονομικών και διπλωματικών εξελίξεων σε σχέση με την Τουρκία, ο Τούρκος Πρόεδρος αποφασίζει αιφνιδιαστικά να απελευθερώσει τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς, που άδικα κρατούσε για πέντε ολόκληρους μήνες, χρησιμοποιώντας τους ως διαπραγματευτικό χαρτί για να αποσπάσει τους Τούρκους στρατιωτικούς πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα.
Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η αντίδραση αυτή;
Προσπερνάμε το ζήτημα του ποιος και γιατί συνέβαλε στην απελευθέρωση αυτή. Ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι ανοικτά προσκάλεσαν την Τουρκία να επιδείξει καλή θέληση αρχίζοντας από την απελευθέρωση «των Γερμανών και των Αμερικανών» που κρατά στις φυλακές της; Ήταν οι Αμερικανοί, που δώσανε, υποτίθεται, μια λίστα με ονόματα κρατουμένων που ζητούσαν να απελευθερωθούν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι δυο δικοί μας; Ή μήπως ήταν οι Ρώσοι; Οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί αποφυλακίστηκαν παραμονή της Παναγίας, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού, λίγες ώρες μετά τη συνάντηση Λαβρόφ-Τσαβούσογλου. Διαβάζοντας την ιστορία της Ρωσίας, το ρωσικό κράτος χρησιμοποιούσε πάντοτε το θρησκευτικό δόγμα ως διπλωματικό χαρτί προκειμένου να προσεγγίσει ομόθρησκα κράτη. Θα επικαλεστεί, άραγε, τη δική του συμβολή στην απελευθέρωση των Ελλήνων κρατουμένων; Θα δείξει.
Και οι τρεις πιθανοί ευεργέτες μας, πάντως, Ρώσοι, Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί, είναι πολύ ισχυρότεροι ημών, τα συμφέροντα των οποίων τη δεδομένη στιγμή φαίνεται πως συνέπεσαν με τα δικά μας. Μέσα στη δικαιολογημένη χαρά μας, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία μας.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα χάνει τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, αν και το ελληνικό κράτος ήταν σύμμαχος των Μεγάλων Δυνάμεων. Στα χρόνια που ακολουθούν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαμελίζεται, ενώ η χώρα μας χαίρει του θαυμασμού και της εκτίμησης της Διεθνούς Διπλωματίας, σε σημείο που να λογίζεται ως μία κυρίαρχη δύναμη της ΝΑ Μεσογείου (δόγμα της Μ. Ελλάδας). Γρήγορα, όμως, τα διπλωματικά συμφέροντα αλλάζουν, ο Κεμάλ καθίσταται αγαπημένο παιδί της Δύσης και η Ελλάδα χάνει τα πατρογονικά εδάφη της Μ. Ασίας.
Διαβάζοντας το ιστορικό παρελθόν και κάνοντας έναν παραλληλισμό με το παρόν, έτσι όπως σκιαγραφείται τη δεδομένη χρονική περίοδο, η κυβέρνηση, σε δείγμα καλής θέλησης προς τη Δύση, παραχώρησε το ιστορικό όνομα της Μακεδονίας σε ένα κράτος συνονθύλευμα εθνοτήτων και θρησκειών. Ως αντάλλαγμα, η Ελλάδα έγινε το αγαπημένο παιδί της Δύσης και χαίρει της εκτιμήσεως των εταίρων της. Η Τουρκία παραπαίει σε σημείο που δεν θα είναι παράδοξο αν αντιμετωπίσει έναν εμφύλιο, που θα μπορούσε να διαμορφώσει νέα γεωγραφικά δεδομένα στην γείτονα μετά το 1919.
Ποιος, όμως, κατοχυρώνει την ελληνική πλευρά ότι η Διεθνής Διπλωματία, σαν άλλοτε, δεν θα υποστηρίξει στο εγγύς μέλλον έναν άλλο Κεμάλ, στο πρόσωπο του Ερντογάν ή κάποιου άλλου, καταφέροντας ένα νέο πλήγμα στα εθνικά μας συμφέροντα, αν ο νέος Κεμάλ έχει να προσφέρει περισσότερα από εμάς στην ευρύτερη περιοχή;
Και τι έχουμε εμείς να προσφέρουμε, αλήθεια; Είμαστε ο μόνος σταθερός πυλώνας στην περιοχή, μας επαναλαμβάνει ο Αμερικανός Πρέσβης. Η Διπλωματία, όμως, δεν έχει συναισθήματα και η Ιστορία έχει πολλές φορές επαναληφθεί. Οπότε, η πολιτική μας ηγεσία θα πρέπει να είναι συγκρατημένη απέναντι στα «δώρα» των ισχυρών δυνάμεων. Πολύ περισσότερο των ίδιων των Τούρκων.
*H Δρ. Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός - Διεθνολόγος