Το μεγάλο ζήτημα δεν είναι η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο Πούτιν. Προφανώς, και είναι μια σημαντική εξέλιξη που αφορά τους στόχους και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και σε συμβολικό - που δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται - αλλά και σε ουσιαστικό επίπεδο, σηματοδοτεί τον πιο πρόσφατο και την ίδια στιγμή το πιο κρίσιμο σταθμό στην διαδικασία εξομάλυνσης των ελληνο-ρωσικών σχέσεων.
Η διπλωματική κινητοποίηση των δύο τελευταίων ετών και σε υπηρεσιακό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο επιχειρεί να αποκαταστήσει ένα λειτουργικό πλέγμα διάδρασης μεταξύ Αθήνας και Μόσχας. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι το πλαίσιο το οποίο έθεσε με σαφήνεια ο Έλληνας Πρωθυπουργός, δηλαδή το γεγονός του αδιαπραγμάτευτου δυτικού προσανατολισμού της χώρας. Η συμμετοχή σε ΕΕ και ΝΑΤΟ αποτελούν οργανικά στοιχεία της θέσης της Ελλάδος στον κόσμο και προσδιορίζουν αποφασιστικά τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις της.
Η συνάντηση, βεβαίως, έλαβε χώρα σε μια συγκυρία που οι σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση είναι εντελώς αποσταθεροποιημένες. Υπάρχει πλέον μια συσσώρευση προβλημάτων που καθιστούν κάθε εκτίμηση απαισιόδοξη. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καλό σενάριο. Η Ρωσική πολιτική δεν πρόκειται να μεταβληθεί, ιδιαίτερα από την στιγμή που η Μόσχα είναι πεπεισμένη ότι η αντίδραση ΗΠΑ και Ευρώπης δεν θα είναι πάρα περιορισμένη σε κυρώσεις που η Ρωσία μπορεί να αντέξει.
Στο ΝΑΤΟ, η Ρώσο-τουρκική συνεργασία - βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αυξανόμενη εξάρτηση της Άγκυρας από την Μόσχα σε στρατηγικό επίπεδο σε μια σειρά από μέτωπα (Συρία, Λιβύη) αλλά και πεδία (αμυντικές προμήθειες) - επιτρέπει στην Ρωσία να εκμεταλλεύεται την υπονομευμένη από την Άγκυρα συνοχή της νότιας πτέρυγας της Συμμαχίας.
Μια στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία για την διεύρυνση των τετελεσμένων του 2014 και με προφανή στόχο την οριστική καθήλωση της Ουκρανίας σε καθεστώς ημικυρίαρχης χώρας καταδικασμένης σε πολιτική παρακμή και σε στρατηγική ομηρεία θα δοκιμάσει της αντοχές της Δύσης.
Για τις ΗΠΑ, η ανάσχεση της Ρωσικής επιρροής θα καταστεί προτεραιότητα. Η Αλεξανδρούπολη και συνολικά η Ελλάδα θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Την ίδια στιγμή, και η "επιστροφή" της Τουρκίας στην Δύση θα αποκτήσει χαρακτήρα επείγοντος. Και αυτή η επιστροφή παρόλο που θα δημιουργήσει μεγάλα διλήμματα στην Άγκυρα θα ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση απέναντι στην Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Και ένα τελευταίο σχόλιο: Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος για την σκοπιμότητα της συνάντησης στο Σότσι. Θα ήταν εύλογη η αμφιβολία αν δεν είχε σχεδόν την ίδια στιγμή λάβει χώρα η επικοινωνία Μπάιντεν-Πούτιν. Από την στιγμή που σε αυτή την συγκυρία Μόσχα και Ουάσιγκτον μιλάνε, η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού δεν έχει πολιτικό κόστος για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
*O Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ