Με την επιλογή της Καμάλα Χάρις ως υποψήφιας αντιπροέδρου, ο Τζο Μπάιντεν έκανε το προτελευταίο βήμα στον δρόμο που οδηγεί προς τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Εάν μάλιστα δεν στραβοπατήσει στο τελευταίο – τις τηλεμαχίες (ή την τηλεμαχία) με τον Ντόναλντ Τραμπ – και δεν μεσολαβήσει κάποια τεράστια κρίση ή ανατροπή που θα αλλάξει το σκηνικό, τότε μπορεί να ελπίζει ότι οι δημοσκοπήσεις θα επιβεβαιωθούν και στις 20 Ιανουαρίου 2021 θα ορκιστεί ως ο 46ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Από τη θέση αυτή, ο εξαιρετικά έμπειρος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς διπλωματίας Μπάιντεν – στην πραγματικότητα, αυτό είναι και ένα από τα μεγάλα του ατού – θα κληθεί να διαχειριστεί μια σειρά ανοιχτά μέτωπα και επικίνδυνες αντιπαραθέσεις. Ανάμεσά τους θα είναι και η κατάσταση χάους η οποία επικρατεί στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, την οποία αναμφίβολα επιτείνει ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν.
Δικαίως, λοιπόν, τόσο στην Άγκυρα όσο και στις πρωτεύουσες των υπόλοιπων άμεσα ενδιαφερόμενων χωρών έχουν αρχίσει να καταστρώνουν τα σχέδιά τους και να εξετάζουν εναλλακτικά σενάρια, προσπαθώντας να δώσουν απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα. Όπως, για παράδειγμα: Ποια θα είναι, άραγε, η στάση του Μπάιντεν απέναντι στην Τουρκία και τον πρόεδρό της;
Προβλήματα, αλλά όχι ρήξη
«Εάν ο Τραμπ κερδίσει ξανά τις εκλογές, τότε οι σχέσεις ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες. Στην περίπτωση που επικρατήσει ο Μπάιντεν, τότε πράγματι η διμερής σχέση θα εξακολουθήσει να μην είναι εύκολη, ενώ στα υπάρχοντα προβλήματα θα προστεθούν και ορισμένα νέα. Όμως, οι σχέσεις δεν πρόκειται να διαραγούν πλήρως», εκτιμά εν συντομία ο αρθρογράφος της εφημερίδας Sabah, Αλί Τσινάρ.
Διαπιστώνει δε πως οι θέσεις του Μπάιντεν δεν είναι διόλου ενθαρρυντικές για την Άγκυρα. Ανάμεσα στα άλλα, σημειώνει πως έχει ταχθεί εναντίον της συνέχισης της αποθήκευσης πυρηνικών όπλων στη βάση του Ιντσιρλίκ, έχει επικρίνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία και ισχυρίζεται πως οι Κούρδοι της περιοχής έχουν προδοθεί, έχει κάνει αρνητικά σχόλια όσον αφορά στις επιδόσεις της Τουρκίας στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία των ΜΜΕ, απαιτεί κυρώσεις στην περίπτωση που δεν αποσυρθούν οι ρωσικοί S-400 από το τουρκικό έδαφος, έχει αντιταχθεί στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, έχει δεσμευτεί πως θα αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ τηρεί σιγή ιχθύος όσον αφορά την έκδοση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία.
Ο αρθρογράφος υπενθυμίζει, επίσης, πως ο Μπάιντεν έχει επισκεφθεί τέσσερις φορές την Τουρκία στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του Μπαράκ Ομπάμα. Κάτι που, με τη σειρά του, σημαίνει πως έχει καλή εικόνα και προσωπικά για τον Ερντογάν και για την πολιτική του σε μια σειρά ζητήματα. Εξάλλου, ήταν αυτός που άσκησε έντονη κριτική για τις «υπόγειες» σχέσεις με τους τζιχαντιστές του Isis στη Συρία και έπειξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των Κούρδων ως βασικών συμμάχων των ΗΠΑ σε εκείνη τη φάση – αλλά και ο ίδιος που τον Ιούλιο του 2016, λίγες ημέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, είχε μεταβεί στην πρωτεύουσα της Τουρκίας και είχε διαβεβαιώσει τους συνομιλητές του ότι «ο τουρκικός λαός δεν θα βρει καλύτερο σύμμαχο από τις ΗΠΑ».
Προσοχή στα πρόωρα συμπεράσματα
Η γενική αίσθηση που επικρατεί, πάντως, μοιάζει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Μπάιντεν, ως πρόεδρος, δεν θα είναι τόσο φιλικά διακείμενος προς την Τουρκία και θα εμφανιστεί σαφώς λιγότερο ανεκτικός απέναντι στα «τερτίπια» του Ερντογάν. Μια τέτοια εκτίμηση, όμως, εκτός από πρόωρη είναι και παρακινδυνευμένη, ειδικά εάν κάποιοι αποφασίσουν να κάνουν τα μελλοντικά τους σχέδια ποντάροντας από τώρα στη στήριξη του Μπάιντεν.
Πολυ απλά διότι, όπως διαπιστώνει ο Αλί Τσινάρ σε ανάλυσή του στο δίκτυο TRT, «ανεξαρτήτως του ποιος θα καταλήξει να βρεθεί στον Λευκό Οίκο, είναι γνωστό ότι ακόμη και εκείνοι οι πρόεδροι που στο παρελθόν είχαν αρνητικές απόψεις για την Τουρκία άμβλυναν τις θέσεις τους από τη στιγμή που εξελέγησαν. Οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν την Τουρκία στην περιοχή».
Γι' αυτό, άλλωστε, στην Ουάσινγκτον υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα αυτοί που θα παίζουν τον ρόλο του «καλού και του κακού μπάτσου», υπηρετώντας όμως την ίδια βασική στρατηγική.