Οι δολοφόνοι του προέδρου της Αϊτής Ζοβενέλ Μοΐζ ήταν «επαγγελματίες» μισθοφόροι που παρίσταναν τους πράκτορες της αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (DEA) και ίσως έχουν ήδη διαφύγει από τη χώρα, δήλωσε ο Αϊτινός πρεσβευτής στις ΗΠΑ.
«Ήταν μια καλά ενορχηστρωμένη επίθεση και ήταν επαγγελματίες», δήλωσε ο πρέσβης Μποξίτ Εντμόν σε δημοσιογράφους. «Έχουμε στη διάθεση μας υλικό από βίντεο και πιστεύουμε ότι είναι μισθοφόροι», είπε. Πρόσθεσε ως η χώρα χρειάζεται αμερικανική βοήθεια στον τομέα της ασφαλείας και Αμερικανοί αξιωματούχοι του είπαν ότι αξιολογούν το αίτημα.
Η Αϊτή κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης διάρκειας δύο εβδομάδων με σκοπό να βοηθηθούν οι έρευνες εντοπισμού εκείνων που βρίσκονται πίσω από τη δολοφονία, σύμφωνα την εφημερίδα της κυβερνήσεως που δημοσιεύθηκε εκτάκτως.
Οι πρώτες πληροφορίες δείχνουν ότι η δολοφονία διαπράχθηκε από μια ομάδα ξένων ενόπλων, ανέφερε η εφημερίδα.
Ο Ζοβενέλ Μοΐζ βρισκόταν στην εξουσία της Αϊτής από τον Φεβρουάριο του 2017, μετά την παραίτηση του προκατόχου του, Μισέλ Μαρτελί. Μάλιστα, παρέμενε στην εξουσία, παρά την επιμονή της αντιπολίτευσης πως η θητεία του είχε λήξει.
Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, ο 53χρονος θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί από τις 7 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, βάσει συνταγματικής διάταξης που προβλέπει πως ο χρόνος για την προεδρική θητεία μετρά αντίστροφα όχι από την ημερομηνία ανάληψης της εξουσίας, αλλά από την ημερομηνία εκλογής.
Η άρνησή του να εγκαταλείψει τον προεδρικό θώκο, πυροδότησε οργισμένες διαδηλώσεις χιλιάδων πολιτών που αξίωναν την παραίτησή του, καθώς και τη βίαιη καταστολή τους. Κατά τη θητεία του βρέθηκε αντιμέτωπος με πληθώρα καταγγελιών για διαφθορά και αμφισβητήθηκε με συχνές, ογκώδεις και συχνά βίαιες διαδηλώσεις.
Σύμφωνα με τα διεθνή μέσα, κατά τη διάρκεια της τετραετούς παραμονής του στην εξουσία, η αστάθεια και δυσαρέσκεια του έθνους των λίγο πάνω από 11 εκατομμύρια ψυχών, διογκώθηκε. Τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα εντάθηκαν, με τις συμμορίες να λυμαίνονται τους δρόμους, τον πληθωρισμό να εκτοξεύεται, τα τρόφιμα και τα καύσιμα να γίνονται πολυτέλεια σε μια χώρα όπου το 60% των πολιτών της κερδίζει λιγότερα από 2 δολάρια ημερησίως.