Ένας χρόνος σημειώθηκε από την ιστορική ομιλία της «ιστορικής αλλαγής» (Zeitenwende) του Καγκελαρίου Σολτς στην Μπούντεσταγκ με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σηματοδοτώντας την αλλαγή μοντέλου στη γερμανική εξωτερική και αμυντική πολιτική μεταψυχροπολεμικά.
Στις 2 Μαρτίου - ένα χρόνο μετά το Zeitenwende - ο Σολτς έκανε τον απολογισμό του στην Μπούντεσταγκ απαριθμώντας τα βήματα που έχουν γίνει για την εκπλήρωση των στόχων στην εξωτερική πολιτική και απαντώντας στην κριτική που του ασκείται, τόσο από τη διεθνή κοινότητα όσο και από το εσωτερικό, με πολλούς να πιστεύουν εύλογα πως οι προσδοκίες που δημιουργεί ο καγκελάριος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Από διεθνοπολιτικής πλευράς, το σημείο καμπής (Zeitenwende) στη γερμανική πολιτική ασφάλειας αντανακλά απλώς μια αργοπορημένη προσπάθεια της Γερμανίας να συμμορφωθεί με το status-quo, απορρίπτοντας το ρόλο της «ήπιας ηγεμονίας» (soft hegemony) και δημιουργώντας αμυντικές δαπάνες αντίστοιχες της οικονομικής της ισχύος. Αντιθέτως, στα μάτια του μέσου Γερμανού πολίτη φαντάζει ως μια αξιοσημείωτη ιστορική εξέλιξη, με το 67% των Γερμανών να τάσσεται υπέρ της εμπλοκής σε διεθνείς συγκρούσεις το Μάρτιο του 2022.
Zeitenwende: Δέσμευση πολιτικής ή ρητορικό σχήμα;
Η κριτική που ασκείται σήμερα στη γερμανική κυβέρνηση καταδεικνύει το γεγονός ότι οι προτεραιότητες του Σολτς σαφώς και δε βρίσκονται στην πολιτική των Zeitenwende και της γερμανικής ασφάλειας, με το τελευταίο να αποτελεί περισσότερο ρητορικό σχήμα παρά μακρόπνοη δέσμευση εξωτερικής πολιτικής. Περισσότερο φαίνεται να τον ενδιαφέρει η εκλογική του βάση, με τη χορήγηση για παράδειγμα πακέτου 200 εκατομμυρίων ευρώ για επιδοτήσεις λογαριασμών ενέργειας. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι τη στιγμή που εκφωνήθηκε η ομιλία για το Zeitenwende, ο Γερμανός Καγκελάριος φοβόταν τη γρήγορη ήττα της Ουκρανίας και μια ενδεχόμενη εισβολή στην Πολωνία.
Δριμεία κριτική ασκήθηκε στην Καγκελαρία για ανακολουθία λεγομένων και πράξεων στο κομμάτι της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, με τον αρχηγό των Χριστιανοδημοκρατών (CDU-CSU) και ηγέτη της αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς να κατηγορεί τον Σολτς για μείωση κατά 300 εκατομμύρια ευρώ του αμυντικού προϋπολογισμού το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κάνοντας το νατοϊκό στόχο του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες να φαίνεται ουτοπικός. Μάλιστα, οι Financial Times σε πρόσφατο δημοσίευμα επισημαίνουν πως δεν έχει δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ από το ειδικό ταμείο των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ με σκοπό την ενίσχυση του γερμανικού στρατού (Bundeswehr), άλλος ένας στόχος της πολιτικής Zeitenwende του Σολτς.
Την καθυστέρηση εκπλήρωσης του στόχου του 2% επισήμανε και ο νεοδιόριστος υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους επιβεβαιώνοντας στη Suddeutsche Zeitung την ανάγκη επιπλέον 10 δισεκατομμυρίων ευρώ στα 50 δισ. του προϋπολογισμού προκειμένου να φτάσει η Γερμανία το στόχο του 2% (τώρα 1,44%) μέχρι το τέλος του 2026.
Άλλο ένα σημείο κριτικής είναι η καθυστέρηση του Βερολίνου να εγκρίνει ή να παρέχει υλικό στην Ουκρανία σε κρίσιμες φάσεις, με πολλούς να κάνουν λόγο για χαμένες ευκαιρίες από πλευράς Σολτς να ηγηθεί προωθώντας την ατζέντα των Zeitenwende. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αργοπορημένη και κατόπιν πίεσης από την Ουάσινγκτον αποστολή των τανκς Leopards από το Βερολίνο, δικαιώνοντας όσους κάνουν λόγο για ηγεσία της Γερμανίας «μακρόθεν» (leading from behind). Ο φόβος της γερμανικής ηγεσίας να δράσει μόνη της (“going it alone”) είναι συνδεδεμένος με τη διαχρονική επιμονή στον πολυμερισμό και τη διπλωματία.
Στην περίπτωση των Leopards, ο Σολτς προσπάθησε να πουλήσει την τακτική του να «κρατήσει δεσμευμένες τις ΗΠΑ στον πόλεμο» στον γερμανικό λαό ως σημαντική πολιτική νίκη, αγνοώντας το γεγονός πως ο ρόλος της Ουάσιγκτον στον πόλεμο είναι ήδη ισχυρός με 73 δισ. ευρώ βοήθεια προς το Κιέβο (έναντι των 6 δισ. της Γερμανίας).
Διαγκωνισμός εξουσιών - Καγκελαρία ή υπουργείο Εξωτερικών;
Στο ζήτημα αποστολής των αρμάτων μάχης φάνηκαν και οι διαιρετικές τομές ανάμεσα στα κόμματα του συνασπισμού, με τους Πράσινους, τους Φιλελεύθερους και την αντιπολίτευση να τάσσονται υπέρ της λήψης άμεσων αποφάσεων για την παράδοση των τανκ Leopard στην Ουκρανία συναντώντας διστακτικότητα από πλευράς Σολτς και Σοσιαλδημοκρατών. Σε δημοσίευμα της Deutsche Welle γίνεται λόγος για σύγκρουση απόψεων στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με τον Σολτς να μη βλέπει με καλό μάτι την προώθηση της ατζέντας της Μπέρμποκ για πιο έντονη και έμπρακτη υποστήριξη της Ουκρανίας, επιπλήττοντας μέρος της κυβέρνησης ως «θιασώτες του πολέμου».
Ορθώς ασκείται κριτική και στο ζήτημα της κωλυσιεργίας στην ανάπτυξη της «Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας» (National Security Strategy), κυρίως εξαιτίας απουσίας συντονισμού μεταξύ Καγκελαρίας και υπουργείου Εξωτερικών. Ένα ακόμη αμφιλεγόμενο ζήτημα μεταξύ Σολτς και της υπουργού Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ είναι η δημιουργία ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με σκοπό τον συντονισμό υπουργείων στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας. Συγκεκριμένα, παρατηρείται έντονος διαγκωνισμός για το εάν θα υπάγεται το λεγόμενο Συμβούλιο στην Καγκελαρία με επικεφαλής το δεξί χέρι του Σολτς, Βόλφγκανγκ Σμιντ, ή όχι, με τους Πράσινους να αντιτίθεται υπό το φόβο πλήρους αποδυνάμωσης του υπουργείου Εξωτερικών. Ο εκπρόσωπος των Φιλελευθέρων (FDP) Αλεξάντερ Γκραφ Λάμπσντορφ προειδοποιεί για τους κινδύνους μιας τέτοιας αντιπαράθεσης, καλώντας τις δύο πλευρές να εξασφαλίσουν μια ενιαία στρατηγική ασφάλειας που μπορεί να υιοθετηθεί εύκολα και γρήγορα.
Μια πιο ψύχραιμη ματιά
Σίγουρα η κριτική που ασκείται στη γερμανική κυβέρνηση σχετικά με το Ουκρανικό είναι εύλογη. Παραβλέπει, ωστόσο, το γεγονός πως η Γερμανία αποτελεί τον μεγαλύτερο υποστηρικτή της Ουκρανίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, και συγκεκριμένα τον τέταρτο μεγαλύτερο πάροχο όπλων (2.3 δισ. ευρώ).
Η Γερμανία έμαθε με το σκληρό τρόπο από τα λάθη της και έχει ήδη κάνει βήματα προς την απαγκίστρωσή της από τη ρωσική ενέργεια, με τον «πράσινο» υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ να συναινεί στη συνέχιση της λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων, στην αναζήτηση νέων προμηθευτών αερίου όπως το Κατάρ αλλά και στην κατασκευή νέων τερματικών σταθμών εισαγωγής LNG. Μάλιστα, ο αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) Λαρς Κλίνγκμπειλ επισήμανε τα λάθη της γερμανικής πλευράς στις σχέσεις της με τη Ρωσία σε αντίστοιχο policy paper του SPD. Ρεαλισμό στις αποφάσεις έχουν επιδείξει και οι Φιλελεύθεροι (FDP) με την αναθεώρηση της σκληρής τους στάσης υπέρ των «φρένων χρέους» (Schuldenbremse) στον προϋπολογισμό προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και να μειωθούν τα διαρκώς αυξανόμενα ενεργειακά κόστη.
Κοινή γραμμή των κομμάτων συνασπισμού αλλά και της αντιπολίτευσης υπήρξε η καταδίκη των διαδηλώσεων στο Βερολίνο και στο Μόναχο κατά της αποστολής βοήθειας στην Ουκρανία με το σύνθημα «όχι άλλος πόλεμος», με τον Σολτς να δηλώνει ότι «η αγάπη για την ειρήνη δε σημαίνει υποταγή σε έναν μεγαλύτερο γείτονα». Σκληρή στάση απέναντι στους διαδηλωτές τήρησε και ο Μερτς κατηγορώντας την άκρα αριστερά και άκρα δεξιά -που αποτελούσαν τους βασικούς διοργανωτές των διαδηλώσεων- για την άρνησή τους στην έμπρακτη υποστήριξη της Ουκρανίας.
Στάση της Γερμανίας στον πόλεμο: Γερμανική κοινή γνώμη
Η κριτική που ασκείται στη γερμανική ηγεσία σχετικά με το Ουκρανικό βρίσκει μερίδα υποστηρικτών και ανάμεσα στο γερμανικό λαό, με το 80% να ανησυχεί (πολύ) έντονα ή λίγο για την επέκταση του πολέμου στο έδαφος του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Forsa, πάνω από το 80% των Γερμανών τάσσεται υπέρ της διαπραγματευτικής οδού για τον τερματισμό του πολέμου, ενώ στην πρόσφατη δημοσκόπηση του πρακτορείου ARD η διαιρετική τομή ανάμεσα στους θιασώτες της διπλωματικής οδού και στους θιασώτες της στρατιωτικής βοήθειας είναι θολή, με την πλειοψηφία των Γερμανών να θεωρεί κατάλληλες τις προμήθειες όπλων στην Ουκρανία (47%) ενώ το 53% κρίνει τις προγενέστερες διπλωματικές προσπάθειες ως ανεπαρκείς. Σχετικά με τις επιπτώσεις του πολέμου στην καθημερινότητα των Γερμανών, το 58% δηλώνει φόβο για το ενδεχόμενο η Γερμανία να παρασυρθεί στον πόλεμο και το 69% για περαιτέρω επιδείνωση της οικονομίας.
Σίγουρα το Βερολίνο άργησε να διαγνώσει την κατάσταση στην εξωτερική πολιτική που είχε διαμορφωθεί μεταπολεμικά (όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο) αλλά και να λάβει γρήγορες αποφάσεις. Ωστόσο, το Zeitenwende σηματοδοτεί μια αλλαγή παραδείγματος στη γερμανική εξωτερική πολιτική, κυρίως σε ρητορικό επίπεδο, προσπαθώντας να προβάλει μια Γερμανία που έμαθε από τα λάθη της και κοιτά προς το μέλλον δυναμικά, έτοιμη να αντιμετωπίσει τη διεθνή πραγματικότητα και να προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες. Μπορεί να έγινε η αλλαγή στη γερμανική εξωτερική πολιτική, ωστόσο η Ουκρανία δεν μπορεί να περιμένει την πολιτική του Zeitenwende να ωριμάσει.
* Η Ευαγγελία Καπέλη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια δημόσιας πολιτικής στο πανεπιστήμιο Sciences Po Paris και υπότροφος του ιδρύματος Λίλιαν Βουδούρη. Είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και πρώην κάτοχος της Διεθνούς Κοινοβουλευτικής Υποτροφίας (IPS) της Γερμανικής Κάτω Βουλής για το 2022