Σαν «βόμβα» έπεσε η χθεσινή δήλωση του Βλαντιμίρ Πούτιν, ότι η Ρωσία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο η οποία ενέκρινε επισήμως την μαζική χρήση ενός εμβολίου κατά του νέου κορονοϊού. Ήταν μια είδηση τόσο απρόσμενη, ώστε οι περισσότεροι εμφανίστηκαν μάλλον συγκρατημένοι και άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως είναι... πολύ καλή για να να είναι και αληθινή.
Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι εδώ και αρκετούς μήνες, ο περισσότερος κόσμος, όπως άλλωστε και οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις, κυριολεκτικά κρέμονται από το στόμα των ειδικών επιστημόνων και ερευνητών. Αναμένοντας, με μεγάλη αγωνία, ό,τι πιο ευχάριστο θα μπορούσε να ακουστεί αυτή την περίοδο: Tην ανακάλυψη ενός αποτελεσματικού και ασφαλούς για την υγεία εμβολίου, το οποίο θα είναι σε θέση να βάλει τέλος στην πανδημία του Covid-19.
Είναι φανερό, επίσης, ότι οι συντριπτικά περισσότεροι δεν νοιάζονται για την προέλευση του εμβολίου, εφόσον φυσικά τηρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις. Είτε προέλθει από την Ευρώπη είτε από τις ΗΠΑ, είτε το βρουν οι Κινέζοι είτε οι Ρώσοι, δεν έχει γι' αυτούς (για όλους εμάς, δηλαδή) καμία σημασία. Σημασία έχει να προκαλεί την απαραίτητη ανοσία από τον φονικό ιό.
Ελπίδες και ερωτηματικά
Με το ίδιο ακριβώς κριτήριο πρέπει να αντιμετωπιστεί και η δήλωση Πούτιν. Εάν ισχύουν όσα είπε, τότε... χαλάλι του η δόξα την οποία διεκδικεί για τη Ρωσία και τα κέρδη που θα μπουν στα ταμεία της από τις πωλήσεις του νέου σκευάσματος. Εάν, όμως, αποδειχθεί ότι έκανε λάθος, πάνω στη βιασύνη του να πάρει το «χρυσό μετάλιο» στην κούρσα που έχει ξεκινήσει ανάμεσα σε εταιρείες και κυβερνήσεις ή επειδή είναι αποφασισμένος να αποδείξει ότι η χώρα του μπορεί ακόμη να νικά τους «κακούς Αμερικανούς», τότε πολύ απλά θα έχει κυκλοφορήσει στην αγορά ένα εμβόλιο ακατάλληλο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για θέματα ασφάλειας της υγείας.
Στα παραπάνω ερωτήματα απαντήσεις ακόμη δεν υπάρχουν. Προφανώς, ουδέν αποδεικνύεται από το επιχείρημα Πούτιν ότι το εμβόλιο έχει χορηγηθεί και στην κόρη του – άλλωστε, θα μπορούσε απλώς να είναι μία από τους χιλιάδες εθελοντές που συμμετέχουν στις κλινικές δοκιμές σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ούτε δια της τεθλασμένης μπορεί να πειστεί κανείς, δηλαδή από το γεγονός ότι ο (στριμωγμένος στο πολιτικό καναβάτσο) Ντόναλντ Τραμπ έσπευσε να διαρρεύσει πως έρχεται και η ώρα του αμερικανικού εμβολίου, ενδεχομένως μάλιστα πιο σύντομα από τις παραμονές των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, όπως ήδη είχε υπονοήσει τις προηγούμενες ημέρες.
Η απάντηση πρέπει να είναι σαφής και εμπεριστατωμένη και να ανήκει στους ειδικούς, μακριά από πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες (αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι δυνατόν...). Η αλήθεια δε είναι ότι οι πρώτες τους αντιδράσεις ήταν τουλάχιστον επιφυλακτικές. Εξάλλου, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η Ρωσία παρέκαμψε το τρίτο – και πιο κρίσιμο, σύμφωνα με αρκετούς – στάδιο των κλινικών δοκιμών, που είναι η χορήγηση του κάθε υποψήφιου εμβολίου σε χιλιάδες εθελοντές, επί αρκετούς μήνες, προκειμένου να αξιολογηθεί με μεγαλύτερη στατιστική ακρίβεια ο βαθμός της αποτελεσματικότητάς του, καθώς και το εάν και ποιες παρενέργειες προκαλεί.
«Απερίσκεπτη και ανόητη απόφαση»
«Βρισκόμαστε σε στενή επαφή με τις υγειονομικές αρχές της Ρωσίας και συνεχίζονται οι συζητήσεις μας όσον αφορά την πιθανή πρώιμη έγκριση του εμβολίου», δήλωσε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Ταρίκ Γιασάρεβιτς – αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι το ρωσικό εμβόλιο, που φέρει την κωδική ονομασία «Sputnik V» (σε απόδοση τιμής στον πρώτο σοβιετικό δορυφόρο, όπως είπε ο Πούτιν) δεν διαθέτει ακόμη το «πράσινο φως» του ΠΟΥ.
Από την πλευρά τους, αρκετοί επιστήμονες διεθνούς κύρους δεν δίστασαν να κατηγορήσουν ευθέως τη Μόσχα και τον Πούτιν. Πρόκειται για μια «απερίσκεπτη και ανόητη απόφαση. Ο μαζικός εμβολιασμός με ένα σκεύασμα που δεν έχει δοκιμαστεί επαρκώς είναι ανήθικη», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Φρανσουά Μπαλού, από το Ινστιτούτο Γενετικής του University College του Λονδίνου. Ο δε Ντάνι Άλτμαν, καθηγητής ανοσιολογίας στο Imperial College της βρετανικής πρωτεύουσας, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις πιθανές «παράπλευρες απώλειες», λέγοντας ότι μια αποτυχία «θα επιδεινώσει τα υπάρχοντα προβλήματά μας σε ανυπέρβλητο βαθμό».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Πέτερ Κρέμσνερ, του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Τίμπινγκεν της Γερμανίας, ο οποίος επίσης έκανε λόγο για «απερισκεψία», επικαλούμενος τη μη δοκιμή του συγκεκριμένου εμβολίου σε επαρκή αριθμό ανθρώπων. Την ίδια στιγμή, άλλοι συνάδελφοί τους επισήμαιναν την έλλειψη επαρκών και πειστικών δημοσιεύσεων που θα οδηγούσαν σε ασφαλή συμπεράσματα – ενώ κάποιοι τόνιζαν πως, αν μη τι άλλο, η μαζική παραγωγή ενός εμβολίου θα έπρεπε να προϋποθέτει και την ύπαρξη μιας αποτελεσματικής θεραπείας για τους ασθενείς Covid-19, έτσι ώστε η πιθανή «αστοχία» να μπορεί να αντιμετωπιστεί και να σωθούν ανθρώπινες ζωές.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως η πρώτη αντίδραση από την πλευρά του Λευκού Οίκου ήταν επιφυλακτική, αλλά όχι απορριπτική. «Ελπίζουμε να είναι αλήθεια, όμως όπως να τι συμβαίνει πολύ συχνά με τη Ρωσία: Εμπιστοσύνη, αλλά και επιβεβαίωση».
Και μια αναγκαία υποσημείωση: Τον περασμένη μήνα, η κινεζική εταιρεία CanSino Biologics, σε συνεργασία με την Ακαδημία Στρατιωτικών Ιατρικών Επιστημών της χώρας, ανακοίνωσαν ότι οι ένοπλες δυνάμεις ενέκριναν το εμβόλιο που έχουν αναπτύξει και θα προχωρήσουν σε εμβολιασμό των στελεχών τους. Επίσης, έχοντας παρακάμψει την τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών...