Τα αποτελέσματα των διπλών εκλογικών αναμετρήσεων 2023 στην Ελλάδα πρέπει να εκτιμηθούν σύμφωνα με άλλες τάσεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, και η Γαλλία ως το πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης προβάλλει ως η ιδανική περίπτωση. Το 2015 ο Γάλλος Πρόεδρος Hollande είχε διαμεσολαβητικό, αν όχι παιδαγωγικό, ρόλο για την μεταστροφή της κυβέρνησης Τσίπρα στην οδό του ρεαλισμού, ενώ σημαντική ήταν η πρωτοβουλία του για την μεταφορά τεχνογνωσίας για την αναδιοργάνωση του δημοσίου τομέα στην ελληνική πλευρά.
Δύο χρόνια μετά ο Hollande (2017) αποχωρούσε από το προεδρικό μέγαρο έπειτα από μία ιστορικής διάστασης μεταβολή του κομματικού συστήματος, χωρίς να έχουν μεσολαβήσει οι δραματικές εξελίξεις της κλίμακας της ελληνικής κρίσης. Ο «ρούκι» Macron, ένας άνθρωπος εκτός της τάξης του πολιτικού προσωπικού, έπειτα από μία θητεία στο οικονομικό επιτελείο οδήγησε στην εκλογική παρακμή τους δύο παραδοσιακούς πυλώνες του γαλλικού κομματικού συστήματος, τους σοσιαλιστές και την γκωλική κεντροδεξιά.
Έκτοτε ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι μεταξύ της νεοπαγούς κεντρώας παράταξης του Macron και από την άλλη πλευρά της ριζοσπαστικής δεξιάς υπό την Le Pen, η οποία αναδείχθηκε δύο φορές αντίπαλός του στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών (2017, 2022), αλλά και ενός ισχυρού τρίτου πόλου αμφισβήτησης από την ριζοσπαστική αριστερά με κύριο εκφραστή τον Mélenchon.
Στην Ελλάδα, η εμπειρία της οικονομικής και πολιτικής κρίσης φαίνεται ότι έχει δημιουργήσει αρκετά πιο ρεαλιστικές στάσεις στο εκλογικό σώμα, η πλειονότητα του οποίου θεωρεί τον συγχρονισμό των εθνικών πολιτικών με τους στόχους της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως την ασφαλέστερη οδό για την σύγκλιση προς τους ευρωπαϊκούς δείκτες ευημερίας και βιώσιμης ανάπτυξης. Η Ελλάδα από το 2015 αναμετρήθηκε με προβλήματα τα οποία υπερέβαιναν τις δυνατότητές της (απώλεια ΑΕΠ -25%, υψηλή ανεργία, ελληνο-τουρκικά, πανδημία και ύφεση, πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση), αλλά κατόρθωσε να ανακτήσει όρους βιωσιμότητας του κράτους και ανθεκτικότητας της δημοκρατίας.
Σε αντίθεση με τη διεκδίκηση της δεύτερης θητείας Macron, ο οποίος στον πρώτο γύρο περιορίστηκε σε ποσοστό κάτω του 28%, η εκλογική κυριαρχία της ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη σε διπλή εκλογική μάχη το 2023, παράλληλα με την πρωτόγνωρη υποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ), δημιουργεί όρους ασφαλούς κοινοβουλευτικής ισχύος και πολιτικής ηγεμονίας.
Ο Macron τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη, θητεία του αντιμετώπισε ένα ισχυρό κίνημα κατά των μεταρρυθμίσεων, αν και η μορφή του ημι-προεδρικού συστήματος του επέτρεψε ορισμένες κινήσεις (πχ αλλαγή πρωθυπουργού), αλλά και ορισμένες δυσκολίες (δυσχερέστερη η κομματική πειθαρχία των βουλευτών στα δύο σώματα).
Στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν απαίτηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, το οποίο ασκεί διαχρονικά πίεση στα κόμματα εξουσίας για την σύγκλιση με τους σημαντικότερους δείκτες ευημερίας που απολαμβάνει ο μέσος Ευρωπαίος. Η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία επιτρέπει στις κυβερνήσεις την ανάληψη μεταρρυθμιστικού νομοθετικού έργου, χωρίς να απειλείται η κυβερνητική σταθερότητα, όπως τεκμηριώνεται στο πρόσφατο διάστημα 2015-2023.
Στην Ελλάδα σημειώθηκε ραγδαία πρόοδος σε σημαντικούς οικονομικούς δείκτες, αλλά στη Γαλλία παρατηρείται στασιμότητα σε δείκτες ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας, καινοτομίας και αποδοτικότητας των κρατικών υπηρεσιών σε σύγκριση με τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Τα παραπάνω διαφωτίζουν γιατί η εξέλιξη του πολιτικού συστήματος από το 2010 ήταν σημαντικά καλύτερη, παρά τη δυσοίωνη προοπτική λόγω της μακράς πολιτικο-οικονομικής κρίσης και της υστέρησης της χώρας σε πολλά πεδία πολιτικής.
Ωστόσο, δεν προεξοφλούν ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα συνεχίσει στη γραμμική πορεία της σταθερότητας. Το ασύμμετρο πλέον κομματικό σύστημα της Ελλάδας συνεπάγεται μία μάλλον ασθενέστερη (αριθμητικά και ποιοτικά) αντιπολίτευση. Ο κατακερματισμός της τελευταίας μπορεί να σημαίνει ανεπαρκή κοινοβουλευτικό έλεγχο με συνέπειες για την κυβερνητική λογοδοσία. Ταυτόχρονα, μπορεί να καλλιεργήσει μία αίσθηση κυριαρχίας της ΝΔ με συνέπειες για το παραγόμενο κυβερνητικό έργο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη Ι (ορθώς) απέδωσε μεγάλη σημασία στον κυβερνητικό προγραμματισμό, αλλά δεν αξιολόγησε προσεκτικά τις εκροές της κυβερνητικής δράσης για να διαπιστώσει εγκαίρως τις αδυναμίες των πολιτικών της (πχ φορολογική πολιτική, αναδιοργάνωση κράτους πέραν των νέων ψηφιακών υπηρεσιών) και τις μέτριες έως χαμηλές επιδόσεις ορισμένων κυβερνητικών στελεχών, οι οποίοι διατηρήθηκαν σε υπουργικά χαρτοφυλάκια.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ΙΙ με την μεγάλη κοινοβουλευτική ισχύ που της ανέθεσε το εκλογικό σώμα θα βρεθεί άμεσα αντιμέτωπη με τα αιτήματα για σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τις αλληλο-αναιρούμενες αξιώσεις ισχυρών κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων για αύξηση των εισοδημάτων και τις προσδοκίες για ουσιαστικές βελτιώσεις στην παροχή δημοσίων υπηρεσιών.
Η διεύθυνση του κυβερνητικού έργου δεν θα είναι εύκολη για έναν ακόμη λόγο. Στο υπουργικό συμβούλιο ο νέος πρωθυπουργός θα βρίσκεται ανάμεσα σε ορισμένους φιλόδοξους διαδόχους του. Δεν γνωρίζουμε την έκβαση αυτού του ανταγωνισμού, αλλά στην περίπτωση της κυβέρνησης Σημίτη ΙΙΙ (2000-2004) μία τέτοια εξέλιξη αποδυνάμωσε το “Μαξίμου”, και έδωσε προτεραιότητα στην κομματική λειτουργία (νέα εκλογική νίκη) εις βάρος της κυβερνητικής λειτουργίας (ωφέλιμο κυβερνητικό έργο).
Οι εξελίξεις σε Γαλλία και Ελλάδα παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές, πάντως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Στις δύο περιπτώσεις δύο ηγετικές προσωπικότητες πέτυχαν την αναδιάταξη του κομματικού συστήματος, μεγάλες εκλογικές νίκες με επιρροή στους κεντρώους ψηφοφόρους και καθοδήγησαν ένα σημαντικό κυβερνητικό έργο για μεγάλες περιόδους.
Macron και Μητσοτάκης, όμως, διαφοροποιούνται ως προς την κλίμακα των απαιτήσεων. Ο Μητσοτάκης αξιοποίησε το momentum για την αναδιάρθρωση του κράτους και της οικονομίας με ένα συστηματικό πρόγραμμα και απτά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, αντιμετώπισε μία εξουδετερωμένη αριστερή αντιπολίτευση, λόγω της κυβερνητικής θητείας της, της εκ των πραγμάτων διάψευσης των προηγούμενων προγραμματικών εξαγγελιών, αλλά και της δυνατότητας της ηγεσίας Μητσοτάκη να κυριαρχήσει στους κεντρώους ψηφοφόρους.
Αντιθέτως, ο Macron λόγω της κυριαρχίας του στο κέντρο προκάλεσε την άνοδο της άκρας δεξιάς και της αριστεράς, συνθήκη η οποία τροφοδοτεί την πόλωση σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο για τα δεδομένα της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, ο Macron στηρίζεται σε ένα νεοπαγές κόμμα χωρίς τις δομές οργάνωσης και κινητοποίησης των παλαιών κομμάτων σε αντίθεση με τον Μητσοτάκη, ο οποίος στηρίζεται σε μία συμπαγή πολιτική παράταξη, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί κομματικές οργανώσεις και ισχυρά ερείσματα και κομματικές ταυτίσεις στην κοινωνία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ΙΙ θα πρέπει να επιδιώξει άμεσα βασικούς στόχους κυβερνητικής πολιτικής στην οικονομία, την απασχόληση, την υγεία, την αντιμετώπιση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων. Το πρόδρομο και ανησυχητικό στοιχείο της ανόδου των κομμάτων της ριζοσπαστικής δεξιάς πρέπει να εκτιμηθεί σε βάθος σύμφωνα με τη γαλλική εμπειρία στην οποία το αντίπαλο δέος μίας κεντρώας μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης δεν είναι μια κεντρώα εναλλακτική δύναμη, αλλά οι δυνάμεις της αντι-συστημικής δεξιάς και αριστεράς προς τις οποίες μετατοπίζονται οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι.
Ο Μάνος Παπάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου