Η «μητέρα των μαχών» για τον έλεγχο της Γερουσίας στις ΗΠΑ έφτασε με τους κατοίκους της πολιτείας της Τζόρτζια να ψηφίζουν στις επαναληπτικές εκλογές για τις δύο έδρες, οι οποίες θα καθορίσουν αν οι Ρεπουμπλικάνοι ή οι Δημοκρατικοί θα ελέγχουν το ένα από τα δυο σώματα του Κογκρέσου και το πιο νευραλγικό για την ψήφιση των νόμων.
Η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες κατέστη υποχρεωτική βάσει της πολιτειακής νομοθεσίας, καθώς ουδείς εκ των υποψηφίων συγκέντρωσε το απαιτούμενο 50% των ψήφων στην αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου. Η κρισιμότητα της μάχης αποτυπώνεται στο γεγονός ότι πρόκειται για δυο από τις πλέον δαπανηρές εκλογές γερουσιαστών στην ιστορία, αφού οι υποψήφιοι και οι επιτροπές των κομμάτων έχουν ξοδέψει συνολικά πάνω από 500 εκατομμύρια δολάρια.
Με αυτά τα δεδομένα, και με βάση τις δημοσκοπήσεις οι οποίες δίνουν πολύ μικρό προβάδισμα στους Δημοκρατικούς Τζον Όσοφ και Ράφαελ Γουόρνοκ έναντι των Ρεπουμπλικάνων Κέλι Λέφλερ και Ντέιβιντ Περντιού, τα αποτελέσματα μπορεί να χρειαστούν μέρες για να ανακοινωθούν. Επί του παρόντος, ο Όσοφ προηγείται του πρώην Γερουσιαστή Περντιού με 1,4% και ο Γουόρνοκ με 2% της Κέλι Λεφλερ.
Η Τζόρτζια δεν έχει εκλέξει Δημοκρατικό γερουσιαστή εδώ και 20 χρόνια. Αν καταφέρουν να επικρατήσουν ο Γουόρνοκ και ο Όσοφ, οι Δημοκρατικοί θα έχουν πλέον 50 έδρες στη Γερουσία, όσες και οι Ρεπουμπλικάνοι. Σε αυτή την περίπτωση η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις θα έχει βάσει Συντάγματος την καθοριστική ψήφο. Με αυτό τον τρόπο, όταν ο Τζο Μπάιντεν βρεθεί στον Λευκό Οίκο, θα μπορεί να βασίζεται στο ελεγχόμενο πλήρως από τους Δημοκρατικούς Κογκρέσο για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Εάν οι Ρεπουμπλικανοί κερδίσουν έστω και μία από τις δύο έδρες θα μπορούν να μπλοκάρουν κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Το γεγονός αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον σημερινό επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς Μακ Κόνελ ο οποίος θεωρείται ο de facto πιο ισχυρός άνθρωπος μετά τον πρόεδρο στην Ουάσιγκτον. Ο Μακ Κόνελ μάλιστα έχει σπεύσει το τελευταίο διάστημα να πάρει σαφείς αποστάσεις από τις παλινωδίες του Τραμπ, γνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι «μοιραίες» για το τελικό αποτέλεσμα.
Την ίδια ώρα, ο Τραμπ και μια μειοψηφία Γερουσιαστών του κόμματος, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τραβήξουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, κάτι που σύμφωνα με αναλυτές κάνει «περισσότερο κακό παρά καλό» στους Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους, οι θεωρητικά είναι φαβορί σε αυτή τη συντηρητική πολιτεία.
Αυτό διότι, πέραν των συνεχών αστήρικτων ισχυρισμών ότι ο Τραμπ τις εκλογές λόγω νοθείας, μια πρόσφατη αποκάλυψη της εφημερίδας Washington Post «στρίμωξε» ακόμα περισσότερο τον απερχόμενο πρόεδρο. Η εφημερίδα αποκάλυψε ότι ο Τραμπ άσκησε αφόρητη πίεση με απειλές στον Ρεπουμπλικανό αξιωματούχο και Υπουργό Εξωτερικών της Τζόρτζια Μπραντ Ράφενσπεργκερ ώστε «να βρει τις 11.780 ψήφους» που θα χρειαζόταν για να ανατρέψει το αποτέλεσμα.
Οι Δημοκρατικοί έχουν πιθανότητες να κερδίσουν, ενισχυμένοι από τη νίκη του Μπάιντεν στην πολιτεία, για πρώτη φορά στην Ατλάντα από το 1992. Βασίζονται κυρίως στη μεγάλη κινητοποίηση των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων, ενώ οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι και οι ανεξάρτητοι ψηφοφόροι ίσως αποθαρρυνθούν να πάνε να ψηφίσουν λόγω των καταγγελιών για νοθεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, δεν αποτελεί για καμιά πλευρά το «τέλος του κόσμου», αφού η μικρή διαφορά που θα διαμορφωθεί στη Γερουσία, δίνει τη δυνατότητα για διακομματική συναίνεση ή για ψήφους πέραν της κομματικής γραμμής. Για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικάνοι σε περίπτωση που χάσουν, μπορούν να υπολογίζουν στους Δημοκρατικούς Τζο Μάντσιν και Κίρστεν Σινέμα, οι οποίοι σε ορισμένα ζητήματα έχουν πιο συντηρητικές απόψεις από το κόμμα τους. Από την άλλη πλευρά, οι Δημοκρατικοί μπορεί να υπολογίζουν στο "τρίο των μετριοπαθών" Ρεπουμπλικάνων Μιτ Ρόμνεϊ, Λίζα Μαρκαούσκι και Σούζαν Κόλινς οι οποίοι έχουν ψηφίσει κόντρα στην κομματική γραμμή στο παρελθόν.