Η Ρωσία πέτυχε την αυτοδιοίκησή της μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά παράλληλα έχασε την ισχυρή της θέση και μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας που κυβερνούσε για αιώνες. Η ίδια ως ένα ανεξάρτητο κράτος, αντιμετωπίζει προκλήσεις όχι μόνο για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης και μιας οικονομίας της αγοράς, αλλά και την συνεχή προσπάθεια για την δημιουργία μιας νέας εθνικής ταυτότητας για τους πολίτες της.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η Ρωσία βρίσκεται πάλι στον παγκόσμιο στρατηγικό και οικονομικό χάρτη και έχει μετατραπεί από μια παραδοσιακή υπερδύναμη του Σοβιετικού Μπλοκ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, σε νέα ηγετική φυσιογνωμία ως ένας διεθνής ενεργειακός παίκτης.
Εξετάζοντας τη Ρωσία και τη Δύση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τόσο η Ευρώπη όσο και η Ρωσία βρίσκονται σε μεταβατική περίοδο για περισσότερο από δύο δεκαετίες, και η πρώτη «ευφορία» μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) έχει πλέον τελειώσει. Αυτή η περίοδος ήταν η «πρόκληση της δημοκρατίας» για τη Ρωσία, και μια καλή ευκαιρία να βελτιώσει τη δημοκρατική της μεταρρύθμιση και να έρθει πιο κοντά στη Δύση.
Οι συνεχείς όμως αλλαγές δημιούργησαν δυσκολίες στην μεταξύ τους «προσέγγιση» με αποτέλεσμα τη Ρωσία να έχει επιλέξει μια «Αυταρχική δημοκρατία και έναν κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό».
Η Ρωσία, επίσης, θεωρεί ότι η Δύση έχει επωφεληθεί από την αδυναμία της και κακομεταχειρίστηκε το ενδιαφέρον της πέρα από το BMD (Ballistic Missile Defense) και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, σε μια σειρά από ζητήματα, όπως η ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, τη συνθήκη των Συμβατικών Δυνάμεων στην Ευρώπη (CFE), και τις «χρωματιστές επαναστάσεις» στην Ουκρανία και τη Γεωργία και μετά το 2014 επικεντρώθηκε στην Ουκρανία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης έχει επίσης προκύψει εξαιτίας των ενεργειακών πόρων της Κεντρικής Ασίας και της Κασπίας.
Η Ρωσία είναι Ευρασιατική χώρα, αλλά είναι προσανατολισμένη προς την Ευρώπη. Τα 2/3 του πληθυσμού της (αυξανόμενο ποσοστό) βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή πλευρά καθώς και οι κύριες γραμμές παραγωγής. Όλοι οι ενεργειακοί αγωγοί οδηγούν προς τη Δύση, αφότου η Ευρώπη χρειάζεται όλη η ενέργεια που η Ρωσία είναι σε θέση να πουλήσει. Πάνω από το 50% του Ρωσικού εμπορίου πραγματοποιείται με την ΕΕ και η Ευρώπη είναι ο διάδρομος μεταφοράς για τις υπόλοιπες εξαγωγές της Ρωσίας.
Οι Ευρωπαίοι είναι οι βασικοί δανειστές και επενδυτές στη Ρωσία και οι εισαγωγές της από τη Δύση μεγαλώνουν τέσσερις φορές ταχύτερα από τις εξαγωγές. Η Ευρώπη χρειάζεται μια σταθερή Ρωσία και την αναπτυσσόμενη αγορά της. Εάν η Ρωσία θέλει να είναι αξιόπιστος εταίρος και ένας ισχυρός παγκόσμιο παίκτης, θα πρέπει να συμμετάσχει σε διεθνείς οργανισμούς και να κινηθεί η ίδια εγγύτερα στην Ευρώπη. Οι απειλές για τη Ρωσία έρχονται από το Νότο και η Κίνα αποτελεί έναν ανταγωνιστή και μια πιθανή απειλή, οπότε η Ευρώπη είναι η καλύτερη επιλογή για ένα μακροπρόθεσμο εταίρο.
«Μια ισχυρή Ρωσία είναι και πάλι πραγματικότητα και το γνωρίζουν, καθώς δεν αναζητούν πλέον την έγκριση από τη Δύση». Η εταιρική σχέση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που δημιουργήθηκε με την κατάρευση της Σοβιετικής Ένωσης είναι παρελθόν, καθώς έχει ανακτηθεί η υπερηφάνειά για τις παραδόσεις τους και έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν μόνοι τους, με τα δικά τους συμφέροντα. Η Ρωσία δεν προσπαθεί να αποκαταστήσει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, αλλά να καθορίσει την δύναμη της ως ένας σημαντικός και αποφασιστικός παράγοντας γεωπολιτικής επιρροής.
Ρωσία υπό τον Πούτιν
Ο Πούτιν είναι δημοφιλής στη Ρωσία, αφού ενίσχυσε το κράτος και έχει φέρει σε τάξη το εσωτερικό της χώρας μετά το χάος που επικράτησε μετά την κατάρευση της Σοβιετικής ένωσης και σαθρότητα που δημιούργησε η διακυβέρνηση Γιέλτσιν. Η πλειοψηφία του πληθυσμού αισθάνεται ασφαλής, το βιοτικό επίπεδο έχει βελτιωθεί και υπάρχει ελπίδα για το μέλλον.
Οι Ρώσοι πολίτες αισθάνονται και πάλι υπερήφανοι για τη χώρα τους. Ο ίδιος ο Πούτιν, παρουσίασε στην ομιλία του «Η Ρωσία στο γύρισμα της χιλιετίας», το Δεκεμβρίου του 1999, τη Ρωσία ως ένα «μεγάλο κράτος» που «θα γράψει ιστορία αντί να είναι στο έλεος αυτής και συνεχίζει να το εφαρμόζει σχεδόν μια εικοσαετία μετά.
Κυρίαρχος σκοπός του Πούτιν, από τις πρώτες ημέρες της Προεδρίας του ήταν η ομαλοποίηση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ώστε η Ρωσία να μην αντιμετωπίζεται ούτε ως ένας ικέτης ούτε ως ένας εν δυνάμει διαταραχέας, αλλά ως μια «απλή» υπερδύναμη. Προσπάθησε να ομαλοποιήσει τη συζήτηση περί ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αφαιρώντας τα ριζωμένα Νεο-Ευρωασιατικά στοιχεία στις απόψεις του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του 19ου αιώνα και αναγνωρίζοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα του 21ου αιώνα.
Ο Πούτιν επέμεινε στο ότι η Ρωσία πρέπει να ενταχθεί στην κοινότητα των δυτικών εθνών, αλλά με το δικό της τρόπο. Η Ρωσία, κατά την άποψή του, θα έπρεπε να παραμείνει μια υπερδύναμη, που δεν θα ισχυρίζεται ότι είναι το κέντρο ενός εναλλακτικού ιδεολογικού και γεωπολιτικού μπλοκ.
Στόχος της Ρωσίας δεν ήταν πλέον να τεθεί ως μια εναλλακτική λύση για τη Δύση, αλλά να δράσει ως πρωταθλήτρια της αυτονομίας των κυρίαρχων κρατών. Η Ρωσία θα συνεργαζόταν με την Κίνα αλλά ανησυχούσε μήπως παγιδευτεί σε μια αντι-δυτική συμμαχία μαζί της, και ως εκ τούτου έλαβε μια μάλλον αντιφατική προσέγγιση στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάη (SCO).
«Ο Πούτιν είναι ο De Gaulle της εποχής μας: η Ρωσία, όπως η τότε Γαλλία, θέλει να είναι μέρος της Δύσης, αλλά με τους δικούς της όρους. Ενώ η Δύση θέλει τη Ρωσία να είναι ένας μικρός συνεργάτης, η Ρωσία επιμένει ότι είναι μια αυτοτελής ξεχωριστή δύναμη».
Μια δεκαετία αργότερα ο Πούτιν διατηρούσε την ίδια στάση, και ακόμη και όταν αποχώρησε από την προεδρία την πρώτη φορά, οι σχέσεις της Ρωσίας με τον ανεπτυγμένο κόσμο και την Δύση δεν ήταν ομαλές.
Η άποψη της Ρωσίας ότι είναι μια υπερδύναμη σημαίνει ότι κατατάσσει τον εαυτό της σε μια διαφορετική κατηγορία από όλα τα άλλα ευρωπαϊκά μετα-κομμουνιστικά κράτη, και συνεπώς, αρνείται να αποδεχθεί τον προστατευτικό ρόλο των δυτικών οργανώσεων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν επιβάλει όρους και προϋποθέσεις στις γειτονικές της χώρες. Η Ρωσία αποστασιοποιείται από την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας (ΕΠΓ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η στρατιωτική της κουλτούρα είναι αντίθετη προς την ανάπτυξη, για παράδειγμα, ενός Ατομικού Σχεδίου Δράσης Σύμπραξης (IPAP) με το ΝΑΤΟ.
Σχέσεις Ρωσίας - ΝΑΤΟ
Η ανάπτυξη των σχέσεων Ρωσίας-ΝΑΤΟ άρχισαν το 1991, όταν η Ρωσία συμμετείχε στο Βορειοατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας, με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Έπειτα η Ρωσία εντάχθηκε στον Φορέα Σύμπραξης για την Ειρήνη (PFP) το 1994 και το 1997 σε μια σύνοδο κορυφής στο Παρίσι οι ηγέτες της Ρωσίας και των συμμάχων υπέγραψαν την ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας για τις αμοιβαίες σχέσεις, συνεργασίας και ασφάλειας, και ίδρυσαν το Μόνιμο Μεικτό Συμβούλιο (PJC) Το 1998 η Ρωσία εγκατέστησε μια διπλωματική αντιπροσωπία στο ΝΑΤΟ και το 2002 στη σύνοδο κορυφής της Ρώμης αποφασίστηκε η ίδρυση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ - Ρωσίας (NRC) σε αντικατάσταση του Μόνιμου Μεικτού Συμβουλίου (PJC).
Στο ίδιο έτος το ΝΑΤΟ εγκαθιστά μια στρατιωτική αποστολή στη Μόσχα.. Το NRC εργάζεται πάνω στην αρχή της συναίνεσης και συνεδριάζει υπό την προεδρία του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ. Το Συμβούλιο ΝΑΤΟ - Ρωσίας εξελίχθηκε σε ένα μόνιμο φόρουμ τόσο για πρακτικές συνεργασίας όσο και πολιτικών ανταλλαγών σε όλα τα επίπεδα.
Έχει αποδειχθεί επιτυχής φόρμουλα, η οποία συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων και αμοιβαίων ανησυχιών των μελών του. Κατά συνέπεια, χώρες μέλη του NRC προσβλέπουν στην επέκταση της συνεργασίας πέρα από το πεδίο εφαρμογής που ορίζεται από τα δύο ιδρυτικά έγγραφα για τις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Ενώ οι διαφορές μεταξύ μελών του NRC εξακολουθούσαν να υφίστανται σε ορισμένα θέματα, παρέμεναν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τη συνεργασία τους μέσω των θεσμικών δομών του NRC. Αυτή η πολιτική θέληση ήταν η ισχυρότερη απόδειξη ότι το δυναμικό για τη NATO-Ρωσική συνεργασία δεν έχει εξαντληθεί, και ότι θα εξακολουθούσε να επεκτείνεται όσο ανταπεξήρχοντο στις σκοπιμότητες ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος ασφαλείας.
H Ρωσία είναι μέλος του προσωρινού συνασπισμού κατά της «τρομοκρατίας», αλλά δεν υποστηρίζε την επιδίωξη του πολέμου στο Ιράκ.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ είχε γίνει τόσο μια ένδειξη δημόσιου σεβασμού όσο και στρατιωτικής αξίας. Η διάκριση μεταξύ της «ευυπόληπτης» Δύσης και της Ρωσίας είχε γίνει ακόμα πιο εμφανείς. Τα αισθήματα προδοσίας και απομόνωσης που αισθάνονταν η συνεχώς μειούμενη φιλελεύθερη «διατλαντική» ελίτ στη Μόσχα είχαν γίνει ακόμα πιο έντονα μετά τη διεύρυνση της ΕΕ το 2004.
Οι περιορισμοί του συμβούλιου ΝΑΤΟ - Ρωσίας συνέθεταν αυτά τα συναισθήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, μια ουσιαστικά αυταρχική ένωση, γινόταν όλο και πιο ελκυστική για τη Μόσχα. Ο οργανισμός εξυπηρετούσε ως ένα εναλλακτικό "σύστημα" από το οποίο μπορεί να λάβει σεβασμό και μπορεί να δράσει ως ένα αντισταθμιστικό ισοζύγιο στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ρωσική ένταξη στο ΝΑΤΟ θα ήταν αντισυμβατική με την ομαλή και αποδοτική λειτουργία μιας συμμαχίας ηγούμενης από την Αμερική.
Αλλά αυτό μόλις που υπάρχει και τώρα στο ΝΑΤΟ ούτως ή άλλως. Μεγαλειώδης στρατηγικές αποφάσεις σχετικά με το σύνολο της Ευρώπης θα είναι πάντα εύθραυστες και ατελής χωρίς τη ρωσική υποστήριξη ή συμμόρφωση.
Σχέσεις Ρωσίας - Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ρωσία είναι το μεγαλύτερο Ευρωπαϊκό κράτος και έχει τους βασικούς πόρους για να γίνει τοπική υπερδύναμη Ευρώπης. Ο πληθυσμός της είναι 142 εκατομμύρια, οι ένοπλες δυνάμεις ανέρχονται στο 1 εκατομμύριο, η Ρωσία πωλεί το 12% όλων των όπλων παγκοσμίως, έχει 15 SSBN, παράγει το 12,3% του παγκόσμιου πετρελαίου (η Σαουδική Αραβία παράγει το 13,1%) και κατέχει το 6,6 % του παγκόσμιως αποδεδειγμένα αποθέματος. Παράγει το 21,3% του φυσικού αερίου στον κόσμο και με 26,3 % έχει τα μεγαλύτερα παγκοσμίως αποδεδειγμένα αποθέματα.
Η Gazprom παρέχει πάνω από το 25% του φυσικού αερίου της ΕΕ, με το οποίο παράγει 40% της ενέργειας της. Η ζήτηση φυσικού αερίου προβλέπεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2022. Παραδόξως, το Ρωσικό αέριο είναι η λύση με την οποία η ΕΕ μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το 1990. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, διαδοχικές Ρωσικές κυβερνήσεις κυνήγησαν το σεβασμό στην ευρωπαϊκή πολιτική. Μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα υπήρξαν περιορισμένα και υποτονικά.
Η ΕΕ και η Ρωσία χρειάζονται μια πιο άμεση και συχνή επικοινωνία για την αποφυγή μελλοντικών συγκρούσεων. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν όταν ανέλαβε την εξουσία στην Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, δήλωσε στη γερμανική βουλή ότι ο ψυχρός πόλεμος είχε τελειώσει και ότι η Ρωσία επιθυμεί να ενταχθεί στην Δύση. Η ομιλία του υποδέχθηκε θερμά, και οι ευρωπαίοι πολιτικοί μπορούσαν να φανταστούν μια κοινή ευρωπαϊκή στέγη. Τώρα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία είναι και πάλι μακριά από τη Δύση αφού οι Ρώσοι θεωρούν ότι η ΕΕ και οι ΗΠΑ προχωρούν στην οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης χωρίς αυτούς.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Ρωσία φοβόταν την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ και προσπαθούσε και προσπαθεί να βρει τρόπους για να υποβαθμίσει τη σημασία της ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Διατηρεί το φιλοδοξία να αποτελέσει καθοριστικό παίκτη στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη. Επιδιώκει γεωπολιτική σχέση με την Τουρκία, ένα ηγετικό ρόλο στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και καθοριστικό ρόλο στα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η Ρωσία στο πλαίσιο των σχέσεων της με την ΕΕ προτιμά διμερείς σχέσεις με τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, και όχι την ΕΕ καθαυτή.
Η Δύση, από την πλευρά της, δεν έχει αποφασίσει ακόμα πόσο πολύ χρειάζεται τη Ρωσία, και οι Δυτικές κυβερνήσεις δεν είναι ακόμα έτοιμες να δεχθούν τη ρωσική ένταξη στο χώρο τους. Δεν είναι σαφές αν η Ρωσία είναι έτοιμη να αποδεχθεί τους κανόνες παιχνιδιού για την ένταξη στους δυτικούς πολιτισμούς και την πλήρη συνεργασία με τους διεθνής οργανισμούς.
Η σύγκρουση Ρωσίας - Γεωργίας και Ρωσίας - Ουκρανίας
Η σύγκρουση στον Νότιο Καύκασο, τον Αυγούστου 2008, θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως ένα μοιραίο και ιστορικό γεγονός, μετά την πτώση του «τείχους του Βερολίνου», σχετικά με τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Η Ρωσική εισβολή σε Γεωργιανό έδαφος, ένα νόμιμο δημοκρατικό κυρίαρχο ανεξάρτητο κράτος, είναι προφανώς επικίνδυνη και λάθος, ακόμα και αν η Ρωσία, ως περιφερειακή δύναμη, ισχυρίζεται ότι το νόμιμο δικαίωμα να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια στις περιοχές που η ίδια αποκαλεί κοντά στο εγγύς εξωτερικό.
Όπως κι άλλα ισχυρά κράτη, έτσι και η Ρωσία θα επιμείνει να εμποδίσει τα αδύναμα γειτονικά κράτη, που θεωρεί ότι είναι μέρος της νόμιμης σφαίρας επιρροής της, από την σφυρηλάτηση δεσμών με τους αντιπάλους. Τα μέσα ποικίλουν, αλλά όχι ο σκοπός. Θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι οι Ρώσοι έχουν μια υπόθεση.
Η Νότια Οσετία και η Aπχαζία απευθύνθηκαν σε αυτή για προστασία όπως και οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου απευθύνθηκαν στη Δύση κατά τη διάρκεια της μάχης του Κοσσυφοπεδίου. Ακόμη και αν εκείνοι αποδέχονταν την Ρωσική εκδοχή για την Οσετία και Aπχαζία όπως και για την Κριμαία και το Ντόνμπας στο σύνολό της, η σοβαρότητα της απάντησης της Μόσχας ήταν τόσο άσκοπη όσο και αδικαιολόγητη.
Η Ουκρανία είναι ένα ετερόκλητο κράτος το οποίο δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητο στο παρελθόν παρά μόνον την περίοδο 1917 έως 1920 εξαιτίας της κατάργησης του τσαρικού στρατού. Η Πολωνία κατείχε τις δυτικές περιοχές της μέχρι το μεσοπόλεμο ενώ ρωσόφωνοι ορθόδοξοι κατοικούσαν σαν αντολικές περιοχές της.
Η Κριμαία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν Ουκρανική παρά μόνον μετά από απόφαση του Ουκρανού Νικήτα Κρούτσεφ ,το 1954 χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν και ιδιαίτερα τους κατοίκους της Κριμαίας.
Η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία ως αποτέλεσμα της Ουκρανικής κρίσης η οποία προήλθε ως προιόν της προσπάθειας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ το 2008 και της ενδεχόμενης σύνδεσης με την Ευρωπαΐκή Ενωση με συμφωνία του 2013, η οποία παραμέριζε κατά κάποιο τρόπο την Ρωσία και θέτει το δίλημμα στην Ουκρανία να διαλέξει ανάμεσα στην Ευρωπαΐκή Ένωση και την Ρωσία.
Οι κινήσεις αυτές σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη του Μπρεζίνσκι, γινόντουσαν με στόχο να εμποδίσουν την Ρωσία να γίνει ξανά μεγάλη δύναμη. Η απόσπαση του Ουκρανίας από τον συνασπισμό με την Ρωσία εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό.
Από νομική άποψη η προσάρτηση της Κριμαίας αποτελεί παραβίαση του γενικότερου διεθνούς δικαίου. Η προσάρτηση της το 1954 στην Ουκρανία χωρίς να ερωτηθεί ο πληθυσμός της δεν ανατρέπει τον κανόνα αυτόν.
Από άποψη νομικής και πολιτικής θεώρησης η απόσχιση της Κριμαίας έρχεται σε συνέχεια της απόσχισης του Κοσόβου της οποίας η αντιμετώπιση από τις δύο πλευρές υπήρξε αντίστροφη από αυτή της Κριμαίας.
Στην περίπτωση του Κοσόβου οι Δυτικές δυνάμεις υποστήριξαν την νομιμότητα της ενώ η Ρωσία κατήγγειλε παραβίαση του διεθνούς δικαίο Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην περίπτωση του Κοσόβου δε βρίσκουν βάση στο διεθνές
Η περίπτωση της απόσχισης του Κοσόβου υπήρξε το κομβικό σημείο που προσδιόρισε τη στάση της Ρωσίας απέναντι στις αποσχιστικές καταστάσεις που έλαβαν χώρα στον περίγυρό της, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην Οσετία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.
Ακόμη όμως και αυτά να μην συνέβαιναν θα είμεθα τουλάχιστον αφελής να πιστεύουμε ότι οι Ρωσία θα αφηνε την σημαντικότερη ίσως ναυτική βάση της πρών Σοβιετικής Ενωσης και ναυτική βάση δική της, μετά την κατάρευση του Σοβιετικού μπλόκ, έστω και με παραχώρηση της Ουκρανίας, επειδή αυτό υποστηριζε η Δύση.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, και ενώ η ισχυρή Αθήνα προετοιμαζόταν να πολιορκήσει και να καταλάβει το ανεξάρτητο, αλλά μικροσκοπικό νησί Μήλος, οι Μήλιοι απευθύνθηκαν σε αρχές τιμής και δίκαιης μάχης για να σωθούν.
Οι Αθηναίοι με αλαζονεία και χλευασμό, απάντησαν ότι "οι δυνατοί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους κι οι αδύναμοι υποχωρούν κι αποδέχονται". Έτσι και οι Μήλιοι υπέφεραν μόνοι και αβοήθητοι. Η Γεωργία και η Ουκρανία είναι η σημερινή Μήλος.
Σε αυτήν την κρίση, η Αμερική και η Ευρώπη έχουν συμπεριφερθεί ως κράτη που δεν θέλουν να ξοδέψουν αίμα και θησαυρό όταν ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός και δεν περιλαμβάνει κανένα κέρδος. Κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν θέλει να έρθει σε μάχη με τη Ρωσία, ούτε και να προσφέρει εγγυημένη μελλοντική προστασία στη Γεωργία και στην Ουκρανία. Οι καλές προθέσεις της Ρωσίας, όπως δήλωσε ο Πούτιν "για να είναι αξιόπιστος συνεργάτης για ολόκληρη την διεθνή κοινότητα όσον αφορά την επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων και την αμοιβαία επωφελή συνεργασία σε όλους τους τομείς" αντιμετωπίζουν σοβαρή δοκιμασία.
Συμπέρασμα
Η Ρωσία είναι μια ευρωπαϊκή και ασιατική δύναμη αλλά η αυξανόμενη δύναμη της Κίνας στην Ανατολή και η αστάθεια του Ισλαμικού Νότου σημαίνει ότι για τη Ρωσία, το μόνο ασφαλές γεωπολιτικό μέλλον αποτελεί η Δύση, συμπεριλαμβανομένης της επιταχυνόμενης ενσωμάτωσης με την ΕΕ και των σταθερών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι σχέσεις με τη Δύση πρέπει να βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και ισότητα. Η βάση για μια αξιόπιστη συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης πρέπει να είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η Ευρώπη και η Ρωσία χρειάζονται η μία την άλλη και μπορούν να αποτελέσουν λογικούς και αξιόπιστους συνεργάτες σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Στο εγγύς μέλλον, η εταιρική σχέση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης μπορεί να είναι επιτυχής σε τομείς αμοιβαίου συμφέροντος και αλληλεπιδράσεων. Η σύμπραξη θα πρέπει να είναι και για τους δύο αξιόπιστη όσο εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Η βάση για αξιόπιστη συνεργασία είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη καθώς η ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης είναι δύσκολη και χρονοβόρα.
Για να αποκτήσει η Ρωσία την επιθυμητή φήμη ενός «αξιόπιστου εταίρου», θα το επιτύχει μέσω οικονομικής και δημοκρατικής μεταρρύθμισης, της συνεργασίας της με τη Δύση σε μια σειρά θεμάτων ασφαλείας και με την αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία και την χερσόνησο της Κριμαίας.
Στη σημερινή κρίση στην Ουκρανία, το καλύτερο και για τις δύο πλευρές είναι: Να υποχωρήσουν, να ηρεμήσουν και να συλλογιστούν, αντί να απειλούν η μία την άλλη και να καταλογίζουν ευθύνες όπως έκαναν παλαιότερα στην κρίση στον Καύκασο. Επειδή και οι δύο πλευρές έχουν εύλογες ανησυχίες, μια υψηλού επιπέδου σύνοδο κορυφής μεταξύ των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ρωσίας, φαίνεται να είναι η πλέον κατάλληλη δράση.
Ευρωπαική Ένωση χωρίς την Ρωσία δεν νοείται τόσο απο πλευράς ασφαλείας όσο και απο πλευράς ισχύος, αλλά και ύπαρξης φυσικών πόρων που διαθέτει σε αφθονία η Ρωσία με την «παρθένα» Σιβηρία.
Όποιοι οργανισμοί ισχυρίζονται ότι συμμετέχουν στην ασφάλεια της ευρωατλαντικής περιοχής, ή που επιθυμούν να δημιουργήσουν μια πραγματικά ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, πρέπει να συνυπολογίζουν τη Ρωσία ειδικά δεδομένης της πυρηνικής στρατιωτικής ισχύος, του πετρελαϊκού πλούτου, των αποθεμάτων φυσικού αερίου και της δυνατότητας που διαθέτει να δημιουργήσει αστάθειες, όπως για παράδειγμα στο θέμα της πυρηνικής συμπεριφοράς του Ιράν και στη Βαλλιστική Πυραυλική Άμυνα (ΒΠΑ) της Ευρώπης.
Η άνοδος της Κίνας και οι πιέσεις απο το νέο γωοστρατηγικό παγκόσμιο περιβάλλον θέτουν τις βάσεις για την μελλοντική πορεία της Ευρώπης και την οδηγούν σε νέες συμμαχίες μακριά απο την μονομερή εξάρτηση της ομπρέλας ασφαλείας των ΗΠΑ. Μια ΕΕ απο τον Ατλαντικό μέχρι τον Ειρηνικό με την ισχύ της Ρωσίας είναι ένας αξιόπιστος συνασπισμός με ηγετικό ρόλο στο υπό συνεχή διαμόρφωση νέο γεωστρατηγικό περιβάλλον.
Η δημιουργία μιας πραγματικής και αξιόπιστης εταιρικής σχέσης μεταξύ Ρωσίας –Δύσης δεν υπήρξε ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έχουν από κοινού σημειώσει σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη της συνεργασίας τους όσον αφορά ενεργειακά και οικονομικά ζητήματα καθώς και ζητήματα προώθησης κοινής ασφάλειας. Ακόμη και σε θέματα που φαίνονται δύσκολα σήμερα, θα βρουν σημαντικές δυνατότητες συνεργασίας, τα επόμενα χρόνια.
*Δρ. Ανδρέας Ηλιόπουλος
Αντγος ε.α
Επίτιμος Διοικητής της ΑΣΔΕΝ
PhD in European International and area Studies
Ιδρυτικό μέλος του Παρατηρητηρίου Ευρω-Μεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας