ΕΕ: Σε εφαρμογή η νέα σήμανση για τους επικίνδυνους ενδοκρινικούς διαταράκτες στα προϊόντα (Πίνακας)
Shutterstock
Shutterstock

ΕΕ: Σε εφαρμογή η νέα σήμανση για τους επικίνδυνους ενδοκρινικούς διαταράκτες στα προϊόντα (Πίνακας)

Από σήμερα Πέμπτη τίθεται σε ισχύ ο κανονισμός για τον εντοπισμό και τη σήμανση στις συσκευασίες των χημικών προϊόντων μακράς διαρκείας (CLP) και των ενδοκρινικών διαταρακτών.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της Κομισιόν, ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός εισάγει νέες κατηγορίες κινδύνου για τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, καθώς και για τα χημικά προϊόντα που δεν διασπώνται στο περιβάλλον και μπορούν να συσσωρευτούν σε ζωντανούς οργανισμούς ή κινδυνεύουν να εισέλθουν και να εξαπλωθούν στον κύκλο του νερού, συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου νερού.

Η Επιτροπή εξέδωσε την εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη στις 19 Δεκεμβρίου 2022, η οποία στη συνέχεια πέρασε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 31 Μαρτίου 2023.

Οι νέες κατηγορίες κινδύνου είναι το αποτέλεσμα εκτεταμένων επιστημονικών συζητήσεων και θα παρέχουν ευκολότερη πρόσβαση σε πληροφορίες σε όλους τους χρήστες των εν λόγω χημικών ουσιών, ιδίως στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις.

Όπως επισημαίνεται δε, επιτρέπουν την ανάληψη περαιτέρω δράσης για την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των κινδύνων ουσιών και μειγμάτων στο πλαίσιο άλλης νομοθεσίας της ΕΕ, όπως ο κανονισμός REACH, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.

Στόχος του κανονισμού CLP είναι να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία ουσιών, μειγμάτων και αντικειμένων. Απαιτεί από τους κατασκευαστές, τους εισαγωγείς ή τους μεταγενέστερους χρήστες ουσιών ή μειγμάτων να ταξινομούν, να επισημαίνουν και να συσκευάζουν κατάλληλα τα επικίνδυνα χημικά τους προϊόντα πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά. Ο κανονισμός CLP θεσπίζει νομικά δεσμευτικούς κανόνες προσδιορισμού και ταξινόμησης των κινδύνων. Καθορίζει κοινούς κανόνες επισήμανσης για τους καταναλωτές και τους εργαζομένους, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις κατά την αγορά ή τη χρήση επικίνδυνων προϊόντων. 

Η στρατηγική της ΕΕ για τα χημικά προϊόντα για τη βιωσιμότητα απαίτησε την ενοποίηση και την απλούστευση του ρυθμιστικού συστήματος της ΕΕ όσον αφορά τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, περιλαμβάνοντας νέες κατηγορίες κινδύνου και κριτήρια για τον προσδιορισμό των ενδοκρινικών διαταρακτών στον κανονισμό CLP, ώστε να καταστεί δυνατή και η κατάλληλη ρύθμιση των ουσιών αυτών, μεταξύ άλλων στα καταναλωτικά προϊόντα.

Τι είναι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες;

Σε όλους τους οργανισμούς, οι ορμόνες συνδέουν το νευρικό σύστημα και τις σωματικές λειτουργίες όπως αύξηση και ανάπτυξη, ανοσία, μεταβολισμός, αναπαραγωγή και συμπεριφορά. Οι χημικές ουσίες που ονομάζονται «ενδοκρινικοί διαταράκτες» μπορούν να επηρεάσουν το ορμονικό σύστημα προκαλώντας επιβλαβείς επιπτώσεις στον άνθρωπο και στα ζώα.

Οι ουσίες που αλληλεπιδρούν με το ορμονικό σύστημα αλλά δεν προκαλούν επιβλαβείς επιπτώσεις ονομάζονται «ουσίες με ορμονική δράση» ή «ουσίες με ενδοκρινική δράση». Ωστόσο, ο διαχωρισμός μεταξύ της ενδοκρινικής δράσης και της ενδοκρινικής διαταραχής δεν είναι πάντα σαφής διότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επίπτωση μπορεί να γίνει εμφανής μόνο εκ των υστέρων.

Υπάρχουν πολλές ουσίες, φυσικές και τεχνητές, που θεωρείται ότι προκαλούν ενδοκρινική διαταραχή. Μερικές φορές, οι επιπτώσεις μιας ουσίας που προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή εμφανίζονται μόνο αφού περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκθεση. Για παράδειγμα, η ενδομήτρια έκθεση ενός εμβρύου σε μια ουσία που προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε επιπτώσεις στην υγεία του ως ενηλίκου και πιθανώς και σε επόμενες γενεές.

Στα ζώα, επιπτώσεις που μπορεί να σχετίζονται με ενδοκρινική διαταραχή έχουν παρατηρηθεί σε μαλάκια, καρκινοειδή, ψάρια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά σε διάφορα μέρη του κόσμου. Σε ορισμένα ζωικά είδη, τα προβλήματα στην αναπαραγωγή προκάλεσαν μείωση των πληθυσμών τους.

Στον άνθρωπο, επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορεί να ευθύνονται για μεταβολές στην υγεία του ανθρώπου κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτές περιλαμβάνεται η μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων, η αυξημένη επίπτωση δυσπλασιών των γεννητικών οργάνων σε άρρενα βρέφη, και η αύξηση ορισμένων μορφών καρκίνου με γνωστή ευαισθησία στις ορμόνες. Ακόμη πιο αμφιλεγόμενη είναι η άποψη που έχει διατυπωθεί περί συσχέτισης με προβλήματα στη νευρική ανάπτυξη και τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Βάσει του κανονισμού REACH, οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορούν να χαρακτηριστούν ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία, μαζί με τα χημικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι προκαλούν καρκίνο, μεταλλάξεις και τοξικότητα στην αναπαραγωγή. Στόχος είναι η μείωση της χρήσης τους και, τελικά, η αντικατάστασή τους με ασφαλέστερες εναλλακτικές.

Σύμφωνα με τον κανονισμό για τα βιοκτόνα, οι δραστικές ουσίες που θεωρείται ότι έχουν ιδιότητες ενδοκρινικού διαταράκτη δεν εγκρίνονται, παρά μόνο εάν ο κίνδυνος έκθεσης στη δραστική ουσία αποδεικνύεται αμελητέος ή υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η δραστική ουσία είναι απαραίτητη για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ή για το περιβάλλον.