Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Ποιος ευθύνεται για το επικό ξεπούλημα στις αγορές της Αργεντινής το προηγούμενο διήμερο;», αναρωτιόταν άρθρο που δημοσιεύτηκε χθες το απόγευμα στην ιστοσελίδα του Bloomberg, μετά από μία ακόμη ημέρα γεμάτη δράματα για το χρηματιστήριο και ειδικά το πέσο, το οποίο σε δύο μέρες είδε την ισοτιμία του έναντι του δολαρίου να υποχωρεί κατά περίπου 30%.
Παρά δε το ότι απέφευγε να δώσει καθαρή απάντηση στο ερώτημα, κατηγόρησε ευθέως τους δύο μονομάχους για την προεδρία, τον Μαουρίτσιο Μάκρι και τον Αλμπέρτο Φερνάντεζ, ότι «παίζουν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι», σε μια στιγμή που οι αγορές «δίνουν μεγάλες πιθανότητες στο σενάριο μίας ακόμη άτακτης χρεοκοπίας», τη δεύτερη από τις αρχές του 21ου αιώνα.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η Αργεντινή και ο λαός της μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο πολιτικό και οικονομικό κύκλο, από τον οποίο δεν είναι εύκολο να ξεφύγουν. Κι αυτό είναι κάτι που έχει συγκεκριμένη εξήγηση, καθώς και υπεύθυνους με ονοματεπώνυμο.
Υπεύθυνοι με ονοματεπώνυμο
Οι Περονιστές, οι οποίοι ανέλαβαν τα ηνία της χώρας στον απόηχο των δραματικών γεγονότων του 2000-''01 – αρχικά ο Νέστορ Κίρχνερ και στη συνέχεια η σύζυγός του Κριστίνα Φερνάντεζ – απέτυχαν να οδηγήσουν τη χώρα στον δρόμο της βιώσιμης ανάκαμψης και να φέρουν στον λαό της καλύτερες ημέρες, καθώς δεν θέλησαν ή δεν τόλμησαν να φτάσουν το μαχαίρι στο κόκκαλο. Όταν, λοιπόν, ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2008 και η οικονομία πήρε πάλι την κατιούσα, ενώ παράλληλα άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα σκάνδαλα στα οποία είχε εμπλακεί η οικογένεια Κίρχνερ, σήμανε η ώρα της αλλαγής.
Έτσι, το 2015, η σκυτάλη πέρασε στον Μάκρι, έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αργεντινής, ο οποίος υποσχόταν να απαλλάξει την χώρα του μια για πάντα από τον λαϊκισμό και να την οδηγήσει στην ανάπτυξη, με δημοσιονομική πειθαρχία και κοινωνική ευαισθησία. Όμως, οι «προκριματικές» εκλογές της περασμένης Κυριακής και η συντριπτική ήττα που υπέστη από τον Φερνάντεζ – ο οποίος θεωρείται «μαριονέτα» της συνονόματής του πρώην προέδρου, που τώρα είναι υποψήφια για την... αντιπροεδρία! – απέδειξαν ότι κι αυτός απέτυχε παταγωδώς.
Το αποτέλεσμα είναι ότι και ο δικός του κύκλος μοιάζει να κλείνει απότομα. Διαψεύδοντας, εκτός των άλλων, όσους ισχυρίζονταν μέχρι τις παραμονές των εκλογών ότι η πολιτική του Μάκρι έφερνε απτά αποτελέσματα και ότι ο ίδιος είχε αρχίσει να κερδίζει ξανά την εμπιστοσύνη του λαού της Αργεντινής.
Αξίζει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή εδώ και περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, η μοναδική σταθερά είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η σφραγίδα του οποίου υπάρχει κυριολεκτικά κάτω από οποιαδήποτε πέτρα κι αν σηκώσει κανείς στην Αργεντινή. Ήταν αυτό που με την πολιτική του σοκ την οποία επέβαλε προκάλεσε ουσιαστικά τα γεγονότα του 2001 και την ιστορική φυγή του τότε προέδρου, Φερνάντο ντε λα Ρούα, με... ελικόπτερο από την ταράτσα του προεδρικού μεγάρου.
Ήταν το ίδιο που ο περονιστής Κίρχνερ φρόντισε να εξοφλήσει για όλα τα προηγούμενα δάνεια που είχε λάβει η χώρα του, αφού πρώτα είχε διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωσή τους, μέσω swap. Και είναι το ΔΝΤ αυτό με το οποίο ο νυν πρόεδρος Μάκρι διαπραγματεύτηκε πέρυσι ένα νέο πρόγραμμα, ύψους 57 δισ. δολαρίων, το οποίο έχει εκταμιεύσει ήδη στο μεγαλύτερο μέρος του, χωρίς όμως απτό αποτέλεσμα στην πραγματική οικονομία και τη ζωή του λαού.
Μετά από όλα αυτά, ειδικά εάν συνδυαστούν με την εμπειρία που έρχεται και από άλλες χώρες τις οποίες επιχείρησε κατά καιρούς να «βοηθήσει» το ΔΝΤ, τότε εύκολα μπορεί κανείς να το παρομοιάσει με μια πυροσβεστική υπηρεσία η οποία... ανάβει φωτιές!
Συναίνεση, αλλά πώς;
Προφανώς δε, πρέπει όλοι στην Αργεντινή να ξανασκεφτούν εάν θα συνεργαστούν ξανά μαζί του στην περίπτωση που αποφασίσουν να κάνουν (ή να προσπαθήσουν να κάνουν) αυτό το οποίο πρότειναν χθες οι Financial Times στο κεντρικό τους άρθρο: «Εάν η Αργεντινή θέλει να σπάσει τον φαύλο κύκλο του λαϊκισμού ο οποίος ακολουθείται από λιτότητα και στη συνέχεια από ακόμη περισσότερο λαϊκισμό, χρειάζεται επειγόντως μια εθνική συναίνεση γύρω από μια βιώσιμη και μακροπρόθεσμη οικονομική πολιτική».
Αν και, για να λέμε την αλήθεια, μια τέτοιου είδους συναίνεση δεν είναι εύκολη υπόθεση, μιας και οι πολιτικές διαφορές και διαφωνίες αποτυπώνουν χάσμα στις απόψεις αναφορικά με την οικονομική πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί και εκείνους που θα πρέπει να εξυπηρετήσει.
AP Photo/Natacha Pisarenko