Του Γιώργου Παυλόπουλου
Ρελάνς επιχειρεί η πρωθυπουργός της Βρετανίας, στην ύστατη προσπάθειά της να αλλάξει το αρνητικό κλίμα, ενόψει και των ευρωεκλογών της Πέμπτης. Αρνητική η πρώτη αντίδραση από Εργατικούς και «αντάρτες» των Τόρις.
Η Τερέζα Μέι δήλωσε ότι εξακολουθεί να διαφωνεί με τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος. Ωστόσο, «αφουγκραζόμενη» (μετά από τόσο καιρό...) τις ανησυχίες βουλευτών και πολιτών, υποσχέθηκε ότι θα δώσει τη δυνατότητα στη βουλή να αποφασίσει κατά πόσο η «βελτιωμένη» συμφωνία για το Brexit την οποία παρουσίασε το απόγευμα της Τρίτης θα πρέπει να τεθεί και στην κρίση του βρετανικού λαού.
Πρόκειται, πρακτικά, για την ύστατη προσπάθεια της Βρετανής πρωθυπουργού να σώσει την παρτίδα και την πολιτική της καριέρα, λίγες ώρες προτού ανοίξουν οι κάλπες των ευρωεκλογών, οι οποίες διεξάγονται την Πέμπτη. Η προσπάθεια δε αυτή θα κριθεί τυπικά στις 4 Ιουνίου, όταν το νέο σχέδιο κατατεθεί προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή. Εκεί όπου, με βάση τουλάχιστον τα ως τώρα δεδομένα, δεν έχει παρά ελάχιστες πιθανότητες να εγκριθεί, καθώς οι υπεύθυνοι για την τρις καταψήφισή του μέχρι σήμερα δεν μοιάζουν να έχουν πειστεί ότι κάτι αλλάζει δραστικά.
«Όχι» από Εργατικούς και «αντάρτες»
Το απέδειξαν, άλλωστε, οι πρώτες αντιδράσεις που ήρθαν τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από τις τάξεις των «ανταρτών» της κυβέρνησης, που εμφανίστηκαν κάθετα αρνητικοί.
Πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι μέχρι σήμερα η πρόταση της διεξαγωγής ενός δεύτερου δημοψηφίσματος είχε τεθεί και άλλες φορές σε ψηφοφορία, μέσω τροπολογιών που είχαν κατατεθεί. Σε όλες, όμως, είχε απορριφθεί, έστω και με μικρή διαφορά – κάτι που σημαίνει, πρακτικά, πως η Μέι επιχειρεί να κάνει τον ελιγμό της εκ του ασφαλούς, από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν υιοθετεί επισήμως αυτή την εκδοχή.
Κατά τα λοιπά, ούτε η υπόσχεση περί ψηφοφορίας στη βουλή για την προσωρινή τελωνειακή ένωση με την ΕΕ μοιάζει ικανή να πείσει τους Εργατικούς. Πολύ περισσότερο καθώς δεν έχουν περάσει παρά λίγα 24ωρα από την κατάρρευση των συνομιλιών ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα για την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης, καθώς ο Τζέρεμι Κόρμπιν επέμενε στην πρόβλεψη για μια μόνιμη τελωνειακή ένωση.
Ο δεκάλογος της Μέι
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια η Μέι συνόψισε ως εξής τις δέκα αλλαγές στο αρχικό της σχέδιο:
1. Αναζήτηση εναλλακτικών, ως το τέλος του 2020, για την αντικατάσταση του «φρένου» που υπάρχει όσον αφορά το καθεστώς των συνόρων Ιρλανδίας και Β. Ιρλανδίας.
2. Εγγύηση ότι ακόμη και αν το «φρένο» ενεργοποιηθεί, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να λειτουργεί ενιαία με τη Β. Ιρλανδία.
3. Οι διαπραγματευτικοί στόχοι για τη μελλοντική σχέση Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ θα πρέπει να εγκριθούν από τους βουλευτές.
4. Νέα νομοθεσία που θα εγγυάται ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν θα είναι υποδεέστερα των συναδέλφων τους στις άλλες χώρες της ΕΕ.
5. Καμία αλλαγή στους όρους περιβαλλοντικής προστασίας.
6. Προσπάθεια για ελεύθερη διακίνηση αγαθών με την ΕΕ, όντας εκτός ενιαίας αγοράς και με το καθεστώς της; ελεύθερης μετακίνησης να έχει καταργηθεί.
7. Συγχρονισμός με τους κανόνες της ΕΕ για αγαθά και αγροτικά προϊόντα τα οποία θα υπόκεινται σε έλεγχο στα σύνορα, ώστε να μην διαταραχθεί η αλυσίδα παραγωγής και οι θέσεις εργασίας που εξαρτώνται από αυτά.
8. Συμβιβαστική πρόταση όσον αφορά το καθεστώς στα σύνορα, με σκοπό να αποφασίσουν οι βουλευτές.
9. Οι βουλευτές θα αποφασίσουν εάν η συμφωνία θα τεθεί σε δημοψήφισμα.
10. Νόμιμη υποχρέωση της κυβέρνησης για διασφάλιση των αλλαγών στην πολιτική διακήρυξη, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στη νέα συμφωνία.
Οι επιχειρήσεις στο απόσπασμα
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι πως το Ηνωμένο Βασίλειο οδεύει προς τις μεθαυριανές ευρωεκλογές σε κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο πλήττει ήδη αρκετές επιχειρήσεις και κλονίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, όπως δείχνει η μεγάλη υποχώρηση της δραστηριότητας στη μεταποίηση, αλλά και η μείωση των βιομηχανικών παραγγελιών.
Δεν είναι λίγοι δε εκείνοι που υποστηρίζουν ότι και το γεγονός ότι η εμβληματική χαλυβουργία British Steel βρίσλεται στα πρόθυρα της κερδοσκοπίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που προκαλεί στην οικονομία και τις επιχειρήσεις.