Συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ΕΕ-Βρετανίας έθεσαν μετά τέλος της σημερινής τηλεδιάσκεψης που είχαν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ με τον Βρετανό πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον.
Παρότι οι συζητήσεις σε επίπεδο διαπραγματευτών δεν προχωρούν, οι δυο πλευρές εξέφρασαν την ανάγκη να δοθεί μια νέα δυναμική στις συνομιλίες για την εμπορική συμφωνία που θα «κλειδώσει» το οριστικό διαζύγιο μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ, ενώ επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους για πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας Αποχώρησης.
Συγκεκριμένα, τόσο η Βρετανία όσο και η ΕΕ, ανέφεραν σε κοινή ανακοίνωση τους ότι «και οι δυο πλευρές διαπίστωσαν την ανάγκη να δοθεί μια νέα δυναμική (σ.σ. στις διαπραγματεύσεις). Και οι δυο πλευρές συμφωνούν με τα σχέδια για εντατικοποίηση των συνομιλιών τον Ιούλιο και για δημιουργία πιο ευνοϊκών συνθηκών για την σύναψη και επικύρωση της συμφωνίας πριν από το τέλος του 2020».
Σημειώνεται ότι σε τηλεδιάσκεψη που είχε προ ημερών ο Βρετανός Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου Μάικλ Γκοουβ με τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μάρος Σεφκοβιτς γνωστοποίησε επισήμως ότι η Βρετανία δεν θα ζητήσει παράταση στην μεταβατική περίοδο για την έξοδο της από την ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, ο Σεφκοβιτς είπε «Η Βρετανία μας γνωστοποίησε την θέση της, παρόλα αυτά παραμένουμε ανοικτοί σε μια παράταση. Συμφωνήσαμε με τον κύριο Γκοουβ να επιταχύνουμε τις διαδικασίες για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ μέσω της εφαρμογής της Συμφωνίας Εξόδου».
Με φόντο τα παραπάνω, δημοσιεύματα φέρουν το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «έτοιμο» να θέσει βέτο σε μια εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και τη Βρετανία αν αυτή δεν εμπεριέχει «ασφαλιστικές δικλείδες» ιδιαίτερα σε ότι αφορά το περιβάλλον, τα δικαιώματα των εργαζομένων και τον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με ένα προσχέδιο το οποίο επικαλείται η εφημερίδα Guardian και το οποίο αναμένεται να τεθεί προς ψηφοφορία την επόμενη Παρασκευή, γίνεται σαφές ότι το Λονδίνο θα πρέπει να επανεξετάσει την διαπραγματευτική του θέση, ιδιαίτερα σε ότι αφορά το θέμα του ανταγωνισμού.
Το τελευταίο αποτελεί «επίμαχο ζήτημα» για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία θέλει «διαφανείς και ισότιμους» για την αποτροπή της εμφάνισης μίας απορυθμισμένης οικονομίας στις πόρτες της. Η θέσπιση τέτοιων όρων σημαίνει τήρηση κοινών κανόνων στον κοινωνικό τομέα, καθώς και τους τομείς της απασχόλησης, του περιβάλλοντος, της φορολογίας, πράγμα που το Λονδίνο αρνείται στο όνομα «του ελέγχου της δικής του νομοθεσίας».