Ένα τέταρτο του αιώνα έχει συμπληρωθεί από την ιστορική υπογραφή της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής που χαιρετίζεται έως και σήμερα ως πρότυπο μοντέλο διευθέτησης εθνοτικών-θρησκευτικών συγκρούσεων. Ήταν το τέλος των Ταραχών και η έναρξη του νέου κεφαλαίου της ιστορίας της Βόρειας Ιρλανδίας. Σήμερα, 25 χρόνια μετά, η ίδια «παλεύει» με την κληρονομιά της διαίρεσης εν μέσω πολιτικού αδιεξόδου ως απόρροια του Brexit, και οι «ρωγμές» στη συμφωνία-ορόσημο του 1998 είναι ορατές και προβληματίζουν.
Τρεις δεκαετίες αιματοχυσίας μεταξύ εθνικιστών καθολικών και ενωτικών προτεσταντών τερματίστηκαν με την ανέλπιστη ειρηνευτική συμφωνία που «σφραγίστηκε» στο Μπέλφαστ στις 10 Απριλίου 1998, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής πριν από το Πάσχα των Καθολικών, ανάμεσα στα περισσότερα πολιτικά κόμματα της Βόρειας Ιρλανδίας, και τις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ιρλανδίας.
Έπειτα από 58 ώρες συνεχούς διαπραγμάτευσης, υπό την καθοριστική μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών και του τότε προέδρου Μπιλ Κλίντον, ο Αμερικανός γερουσιαστής Τζορτζ Μίτσελ ανακοίνωσε ότι «οι δύο κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα στη Βόρεια Ιρλανδία κατέληξαν σε συμφωνία» -η οποία και επικυρώθηκε το ίδιο έτος με δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιρλανδία.
Της ιστορικής διαπραγμάτευσης ηγήθηκαν οι τότε πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Τόνι Μπλερ και Μπέρτι Άχερν αντίστοιχα, καθώς και ο γερουσιαστής Μίτσελ. Η έκβαση καταγράφηκε ως μεγάλη πολιτική νίκη των Τόνι Μπλερ και Μπιλ Κλίντον -όταν οι συνομιλίες είχαν περιέλθει σε αδιέξοδο ο τελευταίος επικοινώνησε τηλεφωνικά με όλους τους εμπλεκόμενους, και κυρίως τον επικεφαλής του Ενωτικού Κόμματος του Όλστερ, Ντέιβιντ Τριμπλ, ο οποίος και προέβαλε τη μεγαλύτερη αντίσταση. Λίγους μήνες αργότερα ο Ντέιβιντ Τριμπλ παραλάμβανε από κοινού με τον καθολικό ηγέτη Τζον Χιουμ το Νόμπελ Ειρήνης για τον τερματισμό ενός εμφυλίου που είχε κοστίσει περισσότερες από 3.500 ζωές από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Βάσει της Συμφωνίας του Μπέλφαστ, που έμεινε γνωστή ως Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, αναγνωριζόταν ότι η Βόρεια Ιρλανδία αποτελούσε μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, και αυτό το καθεστώς θα μπορούσε να αλλάξει μόνο με δημοψήφισμα. Εθνικιστές καθολικοί που επιζητούσαν την ένωση με την Ιρλανδία και προτεστάντες που μάχονταν για την παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν να μοιραστούν την εξουσία μέσω μίας νέας αποκεντρωμένης κυβέρνησης, στην οποία το Ουεστμίνστερ παραχωρούσε τον έλεγχο τομέων όπως η παιδεία και η υγεία.
Η συμφωνία έθετε εν κινήσει τη διαδικασία για τον μετέπειτα αφοπλισμό των παραστρατιωτικών ομάδων και την αμφιλεγόμενη απελευθέρωση κρατουμένων, περιλαμβανομένων καταδικασθέντων για δολοφονίες αστυνομικών, ως μέσο για να πειστεί ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) να καταθέσει τα όπλα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου διαλύθηκαν και τα βρετανικά στρατεύματα αποχώρησαν.
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής ήταν ένα «masterclass» στην εποικοδομητική ασάφεια που επί της ουσίας επέτρεπε σε όλες τις πλευρές να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν και να διατηρήσουν αντίθετους στόχους, αλλά με ειρηνικά μέσα, γράφει ο βρετανικός Guardian.
Οι ώρες της διαπραγμάτευσης μεταξύ της 8ης Απριλίου και 10ης Απριλίου του 1998 ήταν τόσο κρίσιμες και το διακύβευμα τόσο υψηλό που ο Ιρλανδός πρωθυπουργός, Μπέρτι Αχερν, έφυγε με ελικόπτερο για το Δουβλίνο μετά το θάνατο της μητέρας του, επέστρεψε στο Μπέλφατ για να ξαναφύγει λίγες ώρες αργότερα για την κηδεία της στην ιρλανδική πρωτεύουσα, και στη συνέχεια να γυρίσει πάλι πίσω στη Βόρεια Ιρλανδία. Τόσο ο ίδιος, όσο και οι Τόνι Μπλερ και Μπιλ Κλίντον, θα βρίσκονται σήμερα, Τρίτη 11 Απριλίου, στο Μπέλφαστ για την 25η επέτειο της συμφωνίας -μαζί με τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, τον οποίο θα υποδεχθεί στο αεροδρόμιο ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ.
Τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής δεν συνυπέγραψε το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας (DUP) υπό τον τότε ηγέτη του Ίαν Πέισλι, με μέλη του να διαδηλώνουν έξω από το Στόρμοντ όσο λάμβαναν χώρα οι διαβουλεύσεις. Και ενώ οι Ενωτικοί του Όλστερ συνέβαλαν στο να ανοίξει το νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας, η συμφωνία προκάλεσε βαθιές διαιρέσεις στο κόμμα κοστίζοντας τελικά στον Ντέιβιντ Τριμπλ την ηγεσία.
Πολιτική ισορροπία και καταμερισμός εξουσίας
Στην «καρδιά» της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής βρίσκεται η δέσμευση για τη διατήρηση της πολιτικής ισορροπίας μεταξύ εθνικιστών και ενωτικών και η ρήτρα καταμερισμού της εξουσίας· εντούτοις καθώς ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα αρνείται συχνά να μετάσχει στην κυβέρνηση, δημιουργούνται συνθήκες πολιτικής αστάθειας -όπως ακριβώς την τρέχουσα περίοδο- και δεν μπορεί να συνεδριάσει ούτε καν η τοπική Βουλή του Στόρμοντ.
Η πολιτική κατάσταση έχει καταστεί ακόμη περί περίπλοκη μετά το Brexit, που επί της ουσίας άφησε «μετέωρη» τη Βόρεια Ιρλανδία, με συνέπεια να βρίσκεται σήμερα δίχως λειτουργική κυβέρνηση εν μέσω διαφωνιών για τις εμπορικές ρυθμίσεις της μετά Brexit εποχής μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας-Ηνωμένου Βασιλείου και Ιρλανδίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυβέρνηση του Βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ κατέληξε μεν σε νέο πλαίσιο συμφωνίας με την Κομισιόν έπειτα από μακρά μάχη χαρακωμάτων με τις Βρυξέλλες, το οποίο όμως εξακολουθεί να απορρίπτεται από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), το οποίο και αρνείται να μετάσχει στην κυβέρνηση.
Σε πρόκληση ως προς τη διατήρηση της πολιτικής ισορροπίας αναδεικνύεται και το γεγονός ότι για πρώτη φορά πλέον οι καθολικοί υπερτερούν των προτεσταντών βάσει στοιχείων της απογραφής του 2022. Αναλυτές διακρίνουν ότι η τάση αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει τις φωνές για δημοψήφισμα επανένωσης με την Ιρλανδία, όχι όμως στο άμεσο μέλλον. Στην πολιτική σκηνή εξίσου το καθολικό ρεπουμπλικανικό κόμμα Σιν Φέιν, που θεωρούνταν κάποτε ο πολιτικός βραχίονας του IRA, είναι σήμερα η πρώτη ισχυρότερη δύναμη μετά την ιστορική νίκη που κατήγαγε πέρυσι, ξεπερνώντας το προτεσταντικό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP).
«Θυμόμαστε σήμερα την αρχή ενός νέου κεφαλαίου για την ιστορία του βορειο-ϊρλανδικού λαού. Η Συμφωνία του Μπέλφαστ ήταν μια απίστευτη στιγμή στην ιστορία του έθνους μας. Ήταν ένα πολύ σπάνιο παράδειγμα ανθρώπων που έκαναν αυτό που φάνταζε αδιανόητο για να δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον για τη Βόρεια Ιρλανδία», ανέφερε σε ανακοίνωσή του για την 25η επέτειο ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ, καλώντας σε λύση στο υπάρχον πολιτικό αδιέξοδο και δεσμευόμενος ότι η κυβέρνηση θα στηρίξει τη Βόρεια Ιρλανδία να επιτύχει μεγαλύτερη οικονομική ευημερία. Σε αυτό το πλαίσιο θα πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο σύνοδος κορυφής επενδυτών στο Μπέλφαστ, το οποίο είναι ο μεγαλύτερος κόμβος για εταιρείες τεχνολογίας στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Λονδίνο, ενώ συνολικά στη Βόρεια Ιρλανδία εδρεύουν περισσότερες από 110 εταιρείες κυβερνοασφάλειας.