Οι Ευρωπαίοι εξέφρασαν σήμερα την «απογοήτευση και την ανησυχία» τους μερικές μέρες μετά την επανάληψη στη Βιέννη των διαπραγματεύσεων για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, σύμφωνα με υψηλόβαθμους διπλωμάτες της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βρετανίας (E3).
«Η Τεχεράνη επιστρέφει στο σύνολο σχεδόν των συμβιβασμών που είχαν βρεθεί δύσκολα» κατά τη διάρκεια του πρώτου κύκλου των διαπραγματεύσεων μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, δηλώνουν.
Οι αντιπροσωπείες επιστρέφουν αυτό το Σαββατοκύριακο στις αντίστοιχες πρωτεύουσες τους και οι διαπραγματεύσεις θα επαναληφθούν στα μέσα της ερχόμενης εβδομάδας «για να δουν αν οι διαφορές αυτές μπορούν να ξεπεραστούν ή όχι», προσθέτουν.
«Μεγάλες αλλαγές ζητούνται (από το Ιράν)», αναφέρουν οι αξιωματούχοι σε ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι ορισμένες δεν είναι συμβατές με τη συμφωνία του 2015.
«Δεν είναι σαφές πώς μπορεί να καλυφθεί ένα τέτοιο κενό σε ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα στη βάση του ιρανικού σχεδίου».
Παρά τα σοβαρά σχόλια, οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες δηλώνουν «απολύτως δεσμευμένοι στην αναζήτηση διπλωματικής λύσης». «Ο χρόνος πιέζει», επιμένουν.
Κατέρρευσε η συμφωνία
Η συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα που υπογράφηκε το 2015 μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας και των έξι μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) κατέρρευσε στη συνέχεια λόγω της μονομερούς αποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών το 2018 και της επαναφοράς κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης.
Σε απάντηση, η Τεχεράνη αποδεσμεύτηκε από την πλειονότητα των δεσμεύσεών της.
Οι διαπραγματεύσεις της Βιέννης έχουν στόχο να επαναφέρουν στη συμφωνία την Ουάσινγκτον, η οποία μετέχει εμμέσως στις συνομιλίες.
Οι διάφορες πλευρές αποχώρησαν τον Ιούνιο με την ελπίδα επικείμενης συμφωνίας, αλλά η άνοδος στην εξουσία στο Ιράν του υπερσυντηρητικού προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί άλλαξε τα δεδομένα.
Η συμφωνία, γνωστή ως Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ), πρόσφερε στην Τεχεράνη την άρση μέρους των κυρώσεων που προκαλούν ασφυξία στην οικονομία της με αντάλλαγμα δραστική μείωση του πυρηνικού τους προγράμματος που τέθηκε υπό τον αυστηρό έλεγχο του ΟΗΕ.