Η ανακοίνωση της αμυντικής συμφωνίας ΗΠΑ, Αυστραλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, δυσαρέστησε την Κίνα, αιφνιδίασε και εξόργισε την Γαλλία και σίγουρα προβλημάτισε πολλούς άλλους. Από γεωπολιτική άποψη, τα πράγματα είναι μάλλον απλά, η Αυστραλία αποφάσισε να συνταχθεί με τις ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα. Από οικονομικής απόψεως, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα για την Αυστραλία, αλλά μάλλον μπερδεμένα για πολλούς άλλους, και ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από χθες τα ξημερώματα έχουμε βάλει, θέλουμε δεν θέλουμε, στο λεξιλόγιό μας νέο ακρωνύμιο, το Aukus, που είναι η ονομασία της νέας αμυντικής συμμαχίας μεταξύ ΗΠΑ, Αυστραλίας και Ηνωμένου Βασιλείου. Η συμμαχία, που ανακοινώθηκε εντελώς ξαφνικά εν μέσω τηλεδιάσκεψης μεταξύ των ηγετών των τριών κρατών, έχει σαν κύριο άξονα την κατασκευή πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στα ναυπηγεία της Αδελαΐδας.
Τα υποβρύχια αυτά, που θα κατασκευαστούν με χρήση αμερικανικής και βρετανικής τεχνολογίας, θα αναβαθμίσουν κατά πολύ τις δυνατότητες του Αυστραλιανού πολεμικού ναυτικού. Ο σχεδιασμός προβλέπει την κατασκευή τουλάχιστον οκτώ υποβρυχίων, τα οποία δεν θα φέρουν πυρηνικό εξοπλισμό αλλά θα κινούνται με τη χρήση πυρηνικών αντιδραστήρων.
Εκτός από την κατασκευή των υποβρυχίων, που θα πάρει τουλάχιστον δέκα χρόνια, η συμφωνία προβλέπει τη στενή συνεργασία των τριών συμμάχων στον τομέα της συγκέντρωσης πληροφοριών, στην ανάπτυξη των υπολογιστών κβαντικής τεχνολογίας και την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων.
Προφανώς, η Αυστραλία επέλεξε να συνταχθεί πλήρως με τις ΗΠΑ στην ολοένα κλιμακούμενη διαμάχη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Τα υποβρύχια θα μπορούν να δράσουν και στη θάλασσα της Νότιας Κίνας, εκεί που έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται οι επεκτατικές τάσεις της ανερχόμενης υπερδύναμης.
Όπως φαίνεται, η αυστραλιανή ηγεσία αποφάσισε πως δεν έχει νόημα η προσπάθεια τήρησης «ουδέτερης» στάσης ανάμεσα στους δύο γίγαντες και ξεκαθάρισε τη θέση της. Η αμερικανική ηγεσία είναι βέβαιο πως θα προσπαθήσει να διευρύνει αυτή τη νέα συμμαχία, ελπίζοντας πως χώρες όπως η Ινδία, η Ιαπωνία, οι Φιλιππίνες θα αποφασίσουν να διαλέξουν και αυτές ξεκάθαρα στρατόπεδο. Εξάλλου, ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν έχει κρύψει το πόσο σημαντική θεωρεί την αντιμετώπιση της κινεζικής ανόδου, οικονομικής και στρατιωτικής.
Η αντίδραση της Κίνας ήταν αναμενόμενη, κατηγόρησε τις τρεις χώρες, και ειδικά τις ΗΠΑ πως ξεκινούν μία νέα κούρσα εξοπλισμών και αυξάνουν την ένταση στην περιοχή του Ειρηνικού, υπονοώντας πως αυτή η συμμαχία εμπεριέχει και κάποια στοιχεία ρατσισμού, αφού και οι τρεις χώρες μιλούν κυρίως Αγγλικά και δεν ανέχονται την άνοδο άλλων στο διεθνές στερέωμα. Πιο έντονα αντέδρασε όμως η Γαλλία.
Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο παράδοξο στην αρχή, αλλά είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού η Αυστραλιανή κυβέρνηση ακύρωσε μία μεγάλη διακρατική συμφωνία με την Γαλλία για την κατασκευή 12 συμβατικών υποβρυχίων στην Αδελαΐδα.
Η συμφωνία ήταν μεγάλης αξίας, της τάξεως των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και η ανακοίνωση της ακύρωσής της εξόργισε τη γαλλική πλευρά, αφού έγινε εντελώς απροειδοποίητα, και όπως χαρακτηριστικά είπε ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών, ήταν μία πισώπλατη μαχαιριά.
Οι οικονομικές συνέπειες για την Αυστραλία θα είναι πολύ μεγάλες, αφού η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός της εταίρος εδώ και πολλά χρόνια. Οι εξαγωγές προς την Κίνα, κυρίως σε πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα, έχουν βοηθήσει πάρα πολύ την αυστραλιανή οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό πως η οικονομία της χώρας έχει αποφύγει την ύφεση τα τελευταία 35 χρόνια, κυρίως λόγω των μεγάλων εξαγωγών σε σιδηρομετάλλευμα, κάρβουνο, δημητριακά αλλά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Περίπου το 25% των εμπορικών συναλλαγών της χώρας γίνονται με την Κίνα, ή τουλάχιστον γίνονταν μέχρι το 2020. Η Αυστραλία είναι μία από τις ελάχιστες μεγάλες οικονομίες που είχαν σταθερό εμπορικό πλεόνασμα απέναντι στην Κίνα, πλεόνασμα που μερικές φορές έφθασε τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια.
Από το 2018 και μετά όμως, η κατάσταση άλλαξε σταδιακά, αρχής γενομένης από την απόφαση της Αυστραλίας να περιορίσει την δραστηριότητα της Huawei στην χώρα, συντασσόμενη με την αμερικανική στάση απέναντι στην κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Τα προβλήματα εντάθηκαν μετά την απαίτηση της Αυστραλίας, την άνοιξη του 2020, να ζητήσει τη διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για την προέλευση της Covid – 19. Η Κίνα εξοργίστηκε από αυτή την κίνηση, επέβαλε δασμούς σε αυστραλιανά προϊόντα και δυσκόλεψε πάρα πολύ την προσέγγιση των πλοίων με αυστραλιανές πρώτες ύλες στα κινεζικά λιμάνια.
Αποτέλεσμα της χειροτέρευσης των σχέσεων των δύο χωρών ήταν η μεγάλη μείωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τους. Μέσα στο 2020 οι εξαγωγές προς την Κίνα μειώθηκαν κατά περίπου 10 δις δολάρια. Οι αυστραλιανοί επιχειρηματίες όμως κατάφεραν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την κατάσταση, αφού οι εξαγωγές προς άλλες χώρες, κυρίως την Ινδία, ανέβηκαν κατά 14 δισ.
Η μεγάλη χειροτέρευση των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα σίγουρα έπαιξε έκανε πιο εύκολη την απόφαση του πρωθυπουργού Σκοτ Μόρισον να συνταχθεί με τις ΗΠΑ, αφού η διαδικασία προσαρμογής της οικονομίας στη νέα κατάσταση έχει ήδη αρχίσει.
Εφόσον συνεχιστεί η εμπορική απομάκρυνση των δύο πρώην αγαπημένων εταίρων, θα δούμε σταδιακά μία σημαντική αλλαγή στους εμπορικούς δρόμους της Ασίας. Η Κίνα θα πρέπει να βρει άλλους προμηθευτές πρώτων υλών και η Αυστραλία θα πρέπει να βρει και άλλους πελάτες, ακόμα περισσότερους απ’ όσους βρήκε το 2020.
Είναι αρκετά δύσκολο να εκτιμηθούν οι συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης, ειδικά τώρα που οι τιμές των πρώτων υλών βρίσκονται σε τόσο υψηλά επίπεδα και οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες βρίσκονται υπό συνεχή πίεση.
Πολύ δύσκολο είναι και να εκτιμήσουμε τις συνέπειες για τις χώρες της ΕΕ, ειδικά αν η ένταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων αυξηθεί και άλλο και οι ΗΠΑ ζητήσουν από αυτές να δείξουν ότι είναι με το μέρος τους. Μπορούν να αντέξουν την πιθανή μείωση των εμπορικών συναλλαγών τους με την Κίνα, μπορούν να βρουν άλλες αγορές για να αναπληρώσουν τις απώλειες;
Αυτά βέβαια ισχύουν με την προϋπόθεση πως οι ΗΠΑ όντως θα ζητήσουν από την ΕΕ να συνταχθεί μαζί τους. Γιατί το χθεσινό «σνομπάρισμα» της Γαλλίας από τις ΗΠΑ και τις άλλες δύο χώρες του Aukus, και η σύνταξη των ΗΠΑ με το Ηνωμένο Βασίλειο που μόλις εγκατέλειψε την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργούν την υπόνοια πως η μέχρι τώρα ηγέτιδα χώρα της Δύσης έχει ήδη αποφασίσει να πορευθεί χωρίς την ΕΕ.
Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι ευρωπαϊκές χώρες θα έχουν σύντομα πολλά περισσότερα να σκεφθούν από τις εμπορικές συναλλαγές των χωρών τους, και ίσως να αρχίσουν να νοσταλγούν τον πρόεδρο Τραμπ.