Του Γιάννη Μαντζίκου
Μορφή χιονοστιβάδας λαμβάνουν οι εξελίξεις στη Συρία, με το κλίμα να είναι ψυχροπολεμικό μεταξύ των ηγετών ΗΠΑ και Ρωσίας. Την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει λόγο για αποφάσεις μέσα στις επόμενες 48 ώρες, ο Βλάντιμιρ Πούτιν χαρακτηρίζει απαράδεκτη προβοκάτσια την επίθεση με χημικά στη Ντούμα.
Παράλληλα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ συζήτησε τηλεφωνικά με τον γάλλο ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν για τις εξελίξεις, για δεύτερη φορά σε δύο ημέρες, και οι δύο ηγέτες θέλουν να υπάρξει «σθεναρή αντίδραση» από πλευράς της διεθνούς κοινότητας
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν λίγες μέρες η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν έκαναν επίδειξη δύναμης έναντι των Αμερικανών και της Δύσης με φιέστες και γιορτές. Στην τριμερή της Άγκυρας, οι τρεις πρόεδροι Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, Χασάν Ροχανί του Ιράν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας, παρουσιάστηκαν ως οι «τρεις σωματοφύλακες» που θα αποτελέσουν τους εγγυητές της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Συρίας -έστω κι αν με τη στρατιωτική τους επέμβαση έχουν μάλλον συμβάλει στον διαμελισμό της σε ζώνες επιρροής.
Στη συνέχεια ήρθαν τα... «ήξεις αφήξεις» του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος από την μια δήλωνε ότι επιθυμεί να αποσυρθεί από την Συρία ενώ από την άλλη δημοσιεύματα ανέφεραν ότι σκοπεύει να κατασκευάσει βάσεις στην Μανμπίτζ.
Έχοντας υπόψη του τις Αμερικανικές παλινωδίες και την στήριξη του άξονα υπό την Ρωσία, ο Άσαντ βρήκε το κενό που χρειαζόταν και «ξέφυγε» ξανά, χρησιμοποιώντας χημικά όπλα στην πόλη Ντούμα της Ανατολικής Γούτας, μια πόλη που είναι υπό την κατοχή των ανταρτών. Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, περισσότεροι από 70 άνθρωποι σκοτώθηκαν ενώ 500 άνθρωποι, κυρίως γυναικόπαιδα έχουν προσβληθεί από τα χημικά και ταυτόχρονα αγνοείται η τύχη εκατοντάδων οικογενειών που βρίσκονταν στα καταφύγια.
Ήταν ένα χτύπημα που πολλοί το περίμεναν, ήταν σαν να είχε προαναγγελθεί και όμως ακόμα καμιά απάντηση από την Δύση παρά μόνο ρητορική καταδίκη. Ο Άσαντ αρνήθηκε ως γνωστόν κάθε ανάμειξη στην επίθεση ενώ οι πατρόνες του και κυρίως η Ρωσία αναφέρθηκαν σε προβοκάτσια, με τον Σεργκέι Λαβρόφ να δηλώνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την χρήση χημικών.
Χθες το πρωί ήρθε μια πρώτη απάντηση. Επισήμως δεν έχει γίνει γνωστό ποια πλευρά ευθύνεται όμως Μόσχα και Δαμασκός υποστηρίζουν ότι δύο αεροσκάφη F-15 της ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας διεξήγαγαν επίθεση εναντίον του συριακού στρατιωτικού αεροδρομίου Τ4 στη Χομς, από το έδαφος του Λιβάνου. Παρ'' όλα αυτά, αναλυτές εκτιμούν ότι δεν ήταν αντίποινα του Ισραήλ αλλά προειδοποίηση στο μεγάλο εχθρό Ιράν. Το Ισραήλ δεν σχολίασε την επίθεση, αλλά έχει κατηγορήσει το Ιράν ότι χρησιμοποιεί την αεροπορική βάση Τ4 για να προμηθεύει με όπλα τη Χεζμπολάχ.
Τα γεγονότα και ειδικότερα η συνέχιση ενός πολέμου που πολύ δύσκολα θα έχει νικητή, δείχνουν ότι ο Δυτικός κόσμος δυσκολεύεται να μάθει από τα λάθη του. Και όσο αυξάνονται οι δυνάμεις που διεκδικούν κάτι από τις συγκρούσεις επί συριακού εδάφους, τόσο ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία εξελίσσεται σε «πόλεμο της Συρίας».
Μια μικρή ελπίδα για γενικότερη αποκλιμάκωση ήρθε μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν ότι θα ενισχύσει την γαλλική παρουσία στην Συρία, προς υποστήριξη του κουρδικού στοιχείου, την αποτροπή των περαιτέρω τουρκικών επιχειρήσεων και την ασφάλεια της βορείου Συρίας. Παρά τις καλές προθέσεις Μακρόν είναι πρακτικά δύσκολο να δράσει αποφασιστικά αφού υπολογίζεται ότι διατηρεί μια δύναμη μόνο 100-200 ατόμων που αποτελείται από ειδικές δυνάμεις, αλεξιπτωτιστές και πεζοναύτες.
Και πάλι όμως, ζούμε την μέρα της Μαρμότας στην Συρία καθώς τα λάθη επαναλαμβάνονται. Από το 2013, μετά την χρήση χημικών από τον Άσαντ, ο οποίος «κοροϊδεύει» με ρωσικές πλάτες, ο πρόεδρος Ομπάμα έβαλε κόκκινη γραμμή στα χημικά. Τότε παρενέβη η Ρωσία και ζήτησε από την Συρία να υπογράψει συνθήκη για την παράδοση των χημικών όπλων και να δεχθεί διεθνή έλεγχο. Για λίγο τα πράγματα φαίνονταν ιδανικά. Όμως μεσολάβησε το Ισλαμικό Κράτος και ο Ομπάμα αφενός ξέχασε την κόκκινη γραμμή αφετέρου ο Άσαντ έριχνε αμέριμνος χημικά. Από το 2013 και μετά έγιναν περίπου 85 επιθέσεις με χημικά, όπως ανέφερε το Human Rights Watch, εκ των όποιων η συντριπτική πλειοψηφία προήλθαν από το καθεστώς της Δαμασκού.
Συνεπώς η συνθήκη που υπέγραψε ο Άσαντ για την παράδοση του χημικού οπλοστασίου πρέπει να βρίσκεται λογικά σε κάποιο κάλαθο των αχρήστων, αφού αρνείται έκτοτε να δεχθεί επιθεωρήσεις, ελέγχους και νέες συνθήκες. Και τι κάνει η Δύση ρωτάει ο περισσότερος κόσμος εκτός από το να καταδικάζει τις επιθέσεις κατά μόνας η μέσω των διάφορων διακυβερνητικών θεσμών, όπως η Ε.Ε, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (που συνεδρίασε δυο φορές χθες). Τίποτα που να δίνει άμεση λύση, είναι η απάντηση.
Όταν τον Απρίλιο του 2017 με το Ισλαμικό Κράτος στα... σχοινιά, η Δύση αποφάσισε να ασχοληθεί ξανά με τα χημικά του Άσαντ, ο Τραμπ έδειξε μια σχετική πυγμή απαντώντας με πυραύλους Tomahawk.
Όπως και να ''χει, το πρόβλημα παραμένει. Ο Τραμπ δεν έχει στρατηγική, ο Μακρόν δεν έχει την δύναμη, το Ισραήλ στοχεύει μόνο στο Ιράν και η υπόλοιπη Δύση περιορίζεται σε ρητορικές καταδίκες. Η αλήθεια, σύμφωνα με αναλυτές, αν και σκληρή αυτή την στιγμή για εκατομμύρια ανθρώπους στην Συρία, είναι ότι ο πόλεμος θα τελειώσει όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν πιστέψει ότι ο σύμμαχος του Μπασάρ αλ-Άσαντ είναι ασφαλής. Εκτός και αν η Δύση θυμηθεί της ευθύνες της απέναντι στην ανθρωπότητα.
AP Photo/Hau Dinh