Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, αρκετοί πίστευαν πως ήταν θέμα ημερών να καταληφθεί το Κίεβο και να τεθεί η χώρα υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου. Οι Ουκρανοί όμως, εξακολουθούν να αντιστέκονται μέχρι και σήμερα. Ο «Κεραυνοβόλος Πόλεμος» του Πούτιν απέτυχε και με κάθε μέρα που περνά, το κόστος του πολέμου αυξάνεται για τη Μόσχα, χωρίς αυτό βέβαια να εξασφαλίζει τη νίκη της Ουκρανίας.
Οι Ουκρανοί, με την ανθρωπιστική αλλά κυρίως με την αμυντική βοήθεια της Δύσης, συνεχίζουν να αντιστέκονται και να προκαλούν αρκετές φθορές στα ρωσικά στρατεύματα. Δυστυχώς, όμως, ο πόλεμος δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα. Από τη μια, ο Πούτιν δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει και να δεχτεί μια ήττα στην Ουκρανία, ενώ οι Ουκρανοί πολεμούν «υπέρ βωμών και εστιών».
Η αλήθεια είναι πως ο συγκεκριμένος πόλεμος έχει αλλάξει ως ένα βαθμό την αντίληψη που είχαμε τόσο για τη Ρωσία, όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ρωσία, αν και μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη, φαίνεται πως έκανε σοβαρά λάθη στον επιχειρησιακό της σχεδιασμό, ενώ παράλληλα φαίνεται να υποτίμησε και την αντίδραση που θα είχαν τα Ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως πρέπει να υποτιμήσουμε τη Ρωσία γενικά, ούτε πρέπει να θεωρήσουμε πως η Ρωσία έγινε ξαφνικά «αδύναμη».
Η Ευρώπη εξακολουθεί αυτή τη στιγμή να είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τη Ρωσία. Αυτή τη σχέση εξάρτησης, φαίνεται πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες, θέλουν να την καταργήσουν, καθώς στρέφονται είτε σε διαφορετικούς προμηθευτές φυσικού αερίου (όπως για παράδειγμα οι ΗΠΑ), είτε στις ΑΠΕ. Μέχρι όμως να υλοποιηθεί αυτή η απεξάρτηση, θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και οι χώρες της Ένωσης θα πιεστούν οικονομικά.
Πάντως, κατά ομολογία, η αντίδραση της ΕΕ στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ήταν πιο έντονη αλλά και πιο συντονισμένη σε σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Ο Πόλεμος στην Ουκρανία, τάραξε τα Ευρωπαϊκά κράτη και τα ζητήματα περί κοινής ασφάλειας και άμυνας, φαίνεται να έχουν επιστρέψει στο τραπέζι των συζητήσεων.
Η Ένωση αρχίζει να συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βασίζεται εξολοκλήρου στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για την άμυνά της. Οι αρχηγοί των χωρών της ΕΕ, φαίνεται να αντιλαμβάνονται πως τα κράτη της Ε.Ε πρέπει τα ίδια να μεριμνήσουν για την ασφάλειά τους. Βλέπουν πως όπου υποχωρούν οι ΗΠΑ, δημιουργείται ένα κενό ισχύος, όπου επικρατεί το χάος, όπως έγινε στο Αφγανιστάν το καλοκαίρι του 2021.
Όμως, είναι εξαιρετικά νωρίς για να υποστηρίζουμε πως οδεύουμε προς μια πιο συντονισμένη ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Η ιδέα ενός «Ευρωστρατού», όσο καλή και αν ακούγεται στη θεωρία, είναι ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα να πραγματοποιηθεί με την ισχύουσα δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχικά, δεν έχει ξεκαθαριστεί το ποιος θα ηγείται αυτού του στρατού, καθώς και το ποιος θα πληρώνει για την ύπαρξη και τη συντήρηση του. Υπάρχει παράλληλα και το ζήτημα του στρατιωτικού εξοπλισμού:
Εάν τα κράτη της ΕΕ αποφασίσουν να φτιάξουν μια ενιαία στρατιωτική δύναμη, θα πρέπει να αντικαταστήσουν τους διαφορετικούς τύπους αρμάτων μάχης, πολεμικών πλοίων και αεροπλάνων, με κοινά μοντέλα που θα είναι διαθέσιμα σε όλα τα κράτη της Ένωσης. Με άλλα λόγια, απαιτείται η ύπαρξη μιας κοινής αμυντικής βιομηχανίας.
Πέραν των οικονομικών και εξοπλιστικών θεμάτων, δεν υπάρχει η πολιτική βούληση σε όλα τα κράτη μέλη για να προχωρήσουν σε αυτό το εγχείρημα, ακόμα και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παραδοσιακά, τα παλαιότερα κράτη της Ε.Ε, τάσσονται υπέρ της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Στρατού.
Αυτό όμως, δεν ισχύει στην περίπτωση, για παράδειγμα, των χωρών της Βαλτικής ή της Πολωνίας. Από τη δική τους οπτική γωνία, υπάρχει ήδη μια πετυχημένη αμυντική κοινότητα στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, η οποία τους προστατεύει από το Κρεμλίνο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθούν αυτές οι χώρες, πως ένας Ευρωστρατός, θα έχει την ίδια αποτρεπτική ισχύ με αυτή του ΝΑΤΟ.
Είναι γνωστό πως η ΕΕ κάνει αργά βήματα και είναι αρκετά δύσκολο να υπάρξει ομοφωνία σε 27 κράτη με διαφορετικές εθνικές ατζέντες και συμφέροντα. Παρόλα αυτά, έχει σημειωθεί μια πρόοδος, έστω και με αργούς ρυθμούς. Στις 21 Μαρτίου του 2022, το Συμβούλιο της Ε.Ε ενέκρινε επισήμως τη «Στρατηγική Πυξίδα», η οποία αποτελεί ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για ισχυρότερη πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ε.Ε έως το 2030.
Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας των κρατών της ΕΕ, ενέκριναν τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής ομάδας ταχείας επέμβασης με προσωπικό έως και 5000 στρατιωτικούς. Αυτή η στρατιωτική δύναμη που αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία έως το 2025, πρόκειται ουσιαστικά για μια αναβάθμιση των battlegroups της Ένωσης, τα οποία δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στην ουσία.
Η κρίση στην Ουκρανία, σίγουρα θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη της Ευρώπης συνολικά αντιλαμβάνονται την ασφάλεια τους. Πέραν από την Ε.Ε, παρατηρούμε και μια κινητικότητα και στο ΝΑΤΟ, με την επιθυμία της Σουηδίας και της Φιλανδίας να ενταχθούν σε αυτό. Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν επαναφέρει τον διάλογο για την άμυνα της Ευρώπης. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, η έγκριση της «Στρατηγικής Πυξίδας», είναι σίγουρα μια θετική εξέλιξη, η οποία δείχνει μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην Ευρώπη. Το αν θα συνεχιστεί αυτή η δυναμική και το αν δημιουργηθεί κάτι από αυτό, εξαρτάται καθαρά από την πολιτική βούληση των κρατών μελών.
*Ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος είναι τεταρτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.