Από τη στιγμή που κατέβηκε θεατρικά τις κυλιόμενες σκάλες του Πύργου του, το 2015, ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε η κεντρική πολιτική φυσιογνωμία, αν όχι συνολικά των ΗΠΑ, σίγουρα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και της Αμερικανικής Δεξιάς εν γένει. Η απρόσμενη εκλογική του νίκη στις εκλογές του 2016 τον κατέστησε αδιαφιλονίκητο ηγέτη του πάλαι ποτέ Κόμματος του Λίνκολν, το οποίο έτσι φάνηκε να ολοκληρώνει μια σχεδόν πενηντακονταετή πορεία από τον μετριοπαθή συντηρητισμό του Αιζενχάουερ στη ριζοσπαστική δεξιά του Τραμπ. Ποτέ όμως αυτή η μετατόπιση δεν υπήρξε τόσο ραγδαία και εμφανής, όχι απλώς σε επίπεδο πολιτικών θέσεων, αλλά και ρητορικής, όσο επί Τραμπ.
Τα χρόνια έκτοτε σημαδεύτηκαν από μία ολοένα κι αυξανόμενη εσωκομματική κυριαρχία του Τραμπ, βασισμένη στον σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του που πλειοψηφούν εντός των Ρεπουμπλικάνων, αλλά κι από αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες. Το 2018, οι Ρεπουμπλικάνοι υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Ενδιάμεσες Εκλογές, χάνοντας με σοβαρή διαφορά την Βουλή. Το 2020 ο ίδιος ο Τραμπ έγινε ένας από τους ελάχιστους Προέδρους των ΗΠΑ που ηττήθηκε στην προσπάθεια επανεκλογής του, και μάλιστα με τον αντίπαλο του να καταγράφει ιστορικό ρεκόρ ψήφων, που εν πολλοίς οφειλόταν στην ευρεία αντιπάθεια προς τον ίδιο τον Τραμπ.
Τέλος, στις πρόσφατες Ενδιάμεσες Εκλογές, εν μέσω σειράς κρίσεων και με τη δημοφιλία του Προέδρου Μπάιντεν σε χαμηλά επίπεδα, οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν μία εξαιρετικά οριακή πλειοψηφία στη Βουλή, αντί της ευρείας που όλοι ανέμεναν, έχασαν μία έδρα στην Γερουσία και υπέστησαν σειρά ηττών σε Πολιτειακές Εκλογές κρίσιμων Πολιτειών, όπως η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και η Αριζόνα.
Για πολλούς, είναι πια εμφανές πως, παρά το ατύχημα του 2016, ο Τραμπ είναι ένας τοξικός πολιτικός που οδηγεί το Κόμμα του σε ήττες. Αν οι ελίτ των Ρεπουμπλικάνων δυσκολεύονταν να αποδεχτούν τον Τραμπ ακόμη κι όταν κέρδισε το 2016, σίγουρα θέλουν απεγνωσμένα το Κόμμα επιτέλους να αλλάξει σελίδα μετά από μια σειρά ηττών υπό την ηγεσία του.
Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα, κι αυτό είναι η δημοφιλία που εξακολουθεί να απολαμβάνει ο Τραμπ ανάμεσα στην εκλογική βάση του Κόμματος. Για πρώτη φορά από το 2015, ωστόσο, φαίνεται πως αναδύεται ένας επικίνδυνος για αυτόν αντίπαλος, ο Κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ντε Σάντις, ένας πιο πολιτικά οξύνους λαϊκιστής, λιγότερο επιρρεπής σε χονδροειδή λεκτικά ατοπήματα και εξίσου, αν όχι περισσότερο, βαθιά συντηρητικός, πολιτικός. Για τις ελίτ του Κόμματος, προσφέρει μια διέξοδο από τον Τραμπ και για την βάση αποτελεί μια αποδεκτή εναλλακτική λύση, με καλύτερη προοπτική νίκης στις προεδρικές εκλογές του 2024 απέναντι στον Πρόεδρο Μπάιντεν ή οποιονδήποτε άλλο Δημοκρατικό υποψήφιο. Ήδη οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως, αν αποφασίσει να διεκδικήσει το χρίσμα, θα έχει καλές πιθανότητες να το κερδίσει.
Την ίδια στιγμή, οι ποικίλες ανοιχτές και ενδεχόμενες ποινικές εκκρεμότητες του Τραμπ, από την φοροδιαφυγή στη Νέα Υόρκη, μέχρι τη δημοσιοποίηση της Αναφοράς της Επιτροπής της Βουλής για τα όσα συνέβησαν την 6η Ιανουαρίου 2021, που πιθανόν να οδηγήσει σε ομοσπονδιακή ποινική δίωξη για βαρύτατα εγκλήματα, αναδεικνύουν την ανάγκη αυτή. Οι υποθέσεις αυτές, όμως, δύσκολα θα οδηγήσουν σε αποκλεισμό του από τις επόμενες εκλογές δια της νομικής οδού κι ο ίδιος ο Τραμπ φαίνεται να βλέπει την υποψηφιότητα του ως μία ασπίδα απέναντι τους, επικαλούμενος πως είναι πολιτικά υποκινούμενες. Ο δρόμος για την απαλλαγή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τον Ντόναλντ Τραμπ θα πρέπει να περάσει μέσα από την κάλπη και όχι τις δικαστικές αίθουσες.
Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος