Υποκρισίας ανάγνωσμα

Αναμφίβολα, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξης Γεωργούλης, ως κατηγορούμενος, έχει το τεκμήριο της αθωότητας, όπως το είχαν και άλλοι κατηγορούμενοι πριν την τελεσίδικη απόφαση των δικαστηρίων που έκριναν τις υποθέσεις τους. Το τεκμήριο αυτό, είναι ιερό και ακαταμάχητο και πρέπει να τύχει σεβασμού από όλους όσους σχολιάζουν την υπόθεση στο δημόσιο χώρο, είτε πρόκειται για ΜΜΕ είτε για Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης. Μέχρι την τελική έκβαση της υπόθεσης ο κ. Γεωργούλης είναι αθώος. Τελεία και παύλα. 

Και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. 

Λίγη, μόλις, ώρα, μετά την ανακοίνωσή της άσκησης δίωξης εναντίον του, το ίδιο του το κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, τον έθεσε εκτός των γραμμών του και τον απέβαλε από την ευρωκοινοβουλευτική του ομάδα. Προφανώς, για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Το απέδειξε, εξάλλου, σε άλλες περιπτώσεις, όταν ζητούσε τις παραιτήσεις υπουργών και της κυβέρνησης για σχέσεις με ανθρώπους, οι πράξεις των οποίων τελούσαν και αυτές υπό δικαστική διερεύνηση. Ήταν τότε που ένα τσουνάμι τοξικότητας πλημμύρισε την επικαιρότητα και δημιούργησε ένα κλίμα μίσους και εχθροπάθειας. Είχαν φτάσει, μάλιστα, μέσω του προπαγανδιστικού τους μηχανισμού να ταυτίζουν ολόκληρα κόμματα και παρατάξεις με ειδεχθείς πράξεις, αναγορεύοντας εαυτούς σε υπέρτατους ηθικούς κριτές, εισαγγελείς και δικαστές. Αδίστακτοι, ανελέητοι και αμοραλιστές, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν όλες τις μεθόδους και τις τακτικές, προκειμένου να συκοφαντήσουν και να εξοντώσουν ηθικά τους πολιτικούς τους αντιπάλους, με τεκμήρια φωτογραφίες από δημόσιες εκδηλώσεις, προκειμένου να ενισχύσουν το παράλογο επιχείρημά τους περί σχέσεων των υπόπτων με την εξουσία. 

Έχοντας στο πολιτικό του DNA το μίσος, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχασε ούτε μία ευκαιρία, προκειμένου να διχάσει την κοινωνία και να δημιουργήσει ένα «κόμμα καθαρών και νέων» που θα νικήσουν το «παλιό και βρώμικο», προκειμένου να συσπειρώσει τους οπαδούς τους στην πορεία προς την εξουσία. 

Ποιος δεν θυμάται τη στοχοποίηση ξένων ηγετών, όταν οι γελοιογράφοι του κόμματος τους απεικόνιζαν με κρεμάλες ή καιόμενες αναπηρικές καρέκλες; Ποιος δεν θυμάται την εχθροπάθεια με την οποία πολιτεύτηκε κατά της σημερινής υπουργού Πολιτισμού, την οποία μόνο που δεν την κατηγόρησε για τις δέκα πληγές του Φαραώ; Ποιος δεν θυμάται την εκστρατεία ταύτισης της Νέας Δημοκρατίας με «παιδιοβιαστές» και «ανώμαλους»; Ποιος δεν θυμάται την ρητορική κατά του Χρήστου Στυλιανίδη, κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών με το ειρωνικό σύνθημα που διακινούσαν «ευτυχώς δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές»; 

Ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ να περιμένει αυτές τις ημέρες πως θα τύχει παρόμοιας αντιμετώπισης από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Άδικα περιμένει κάτι τέτοιο. Ευθύς εξαρχής, τόσο η Νέα Δημοκρατία, όσο και το ΠΑΣΟΚ, δήλωσαν πως πρόκειται για μια υπόθεση, όπου εξετάζεται μία προσωπική συμπεριφορά και δεν έχει πολιτική διάσταση. Πολύ σωστά. 

Εκείνο, όμως, που απασχολεί την κοινή γνώμη και κάθε νοήμονα και έντιμο πολίτη, είναι η απάντηση στο ερώτημα: από πότε γνώριζαν στον ΣΥΡΙΖΑ τις καταγγελίες κατά του ευρωβουλευτή τους και τι έπραξαν από τη στιγμή που το έμαθαν. Απαντήσεις του τύπου: ακούσαμε φήμες αλλά μας τις διέψευσε ο ίδιος, είναι αστείες και καλά θα κάνουν να τις αποσύρουν από το δημόσιο λόγο τους. 

Όποιος λέει μεγάλες κουβέντες, στο τέλος τις λούζεται, λέει η λαϊκή παροιμία. Ελπίζω, αν και γνωρίζω πως ματαιοπονώ, πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγάλει τα κατάλληλα συμπεράσματα από αυτή την ιστορία και θα πάψει να λειτουργεί διχαστικά, σκορπώντας το μίσος με κάθε πραγματική ή φανταστική ευκαιρία. Θα μάθει να διακρίνει την πολιτική από το κουτσομπολιό, την πρόταση από την κατάρα, την ευθύνη από την ανευθυνότητα. 

Υποκριτικός στην ουσία της ύπαρξης και της πολιτείας του, ο ΣΥΡΙΖΑ, αργά και βασανιστικά, θα συνεχίσει την ίδια τακτική, μέχρι που τελικά θα βουλιάξει ο ίδιος στη λίμνη μίσους που δημιουργεί.