Πήγε, μίλησε κι έφυγε, λέγοντας πως περιμένει τις εισηγήσεις με τις αναλύσεις της ήττας και περί του δέοντος γενέσθαι γραπτώς. Στη συνέχεια, αυτοκρατορικώ τω τρόπω, πρόσταξε πως οι βουλευτές και τα στελέχη, τα οποία θα εμφανίζονται σε τηλεοπτικές εκπομπές ή άλλες δημόσιες εκδηλώσεις, θα καθορίζονται από το Γραφείο Τύπου του κόμματος. Και το αποδέχτηκαν όλοι, σιωπηλά, σηκώνοντας το χέρι να υπερψηφίσουν την προεδρική πρόταση και κατεβάζοντας το κεφάλι, άλλος από οργή κι άλλος από ντροπή. Όση του έχει απομείνει.
Η επιβολή του νόμου της σιωπής, δεν είναι κάτι άγνωστο στην ελληνική αριστερά, η οποία έχει μακρά παράδοση σε αυτού του είδους τις μεθόδους και τις διαδικασίες, με το επιχείρημα πως «αν μιλήσουμε θα κάνουμε κακό στο κόμμα, θα δώσουμε τροφή για σχόλια και κριτική εκ μέρους των εχθρών τους».
Είναι η περίπτωση των φανατικά πιστών ακολούθων του χαρισματικού ηγέτη, φορέα του φωτός και της αλήθειας, της μίας, της μοναδικής, της αυθεντικής, της αδιαμφισβήτητης, της εκ Αποκαλύψεως.
Συνάμα, είναι και η πιο δοκιμασμένη και αποτελεσματική μέθοδος, διακρίβωσης των εκάστοτε αμφισβητιών ή αντιφρονούντων, στους οποίους, στο τέλος, αποδίδεται η ήττα.
Με ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια.
Δεν ωφελεί καμία αντιπαράθεση σε αυτή την τακτική. Είναι πέραν και έξω του δημοκρατικού κεκτημένου του Δυτικού κόσμου, μακριά και αλλότρια από τα πολιτικά και κοινοβουλευτικά ήθη, τα οποία με τόσο κόπο κατακτήθηκαν.
Η αντίληψη για τον περίκλειστο και απομονωμένο κομματικό μηχανισμό, είναι συναφής με την αντίληψη για την ίδια την κοινωνία. Με τη λογική «μας περιτριγυρίζουν εχθροί», «δεν πρέπει να τους δίνουμε επιχειρήματα για να μας βλάψουν», αυτοπεριορίζονται σε έναν τεχνητό κόσμο, όπου κυριαρχεί η πλασματική ομοφωνία και ομοψυχία, ενώ στην πραγματικότητα, υπογείως, δρουν διάφορες φατρίες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Ταυτόχρονα, η έλλειψη ανατροφοδότησης στις προσλαμβάνουσες που έχουν, προκαλούν αναπηρία στην ίδια την κατανόηση της κοινωνίας, των αναγκών και των προσδοκιών της, πράγμα που περίτρανα καταγράφηκε στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα.
Μπορεί ένα κόμμα που επιβάλει το νόμο της σιωπής στα στελέχη του, να συνομιλήσει με την κοινωνία, να διαγνώσει τις αγωνίες της, να αφουγκραστεί τον παλμό της;
Μπορεί ένα κόμμα που φιμώνει τα στελέχη του κι εκείνα τα δέχονται αδιαμαρτύρητα, να προασπιστεί την ελευθερία του Λόγου και της συνείδησης για όλα τα μέλη της κοινωνίας;
Μπορεί ένα κόμμα που αρνείται τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο πεδίο των ιδεών, να υπερασπιστεί την ελευθερία στην επιλογή;
Αναπάντητα θα μείνουν τα παραπάνω ερωτήματα, αφού είναι γνωστό πως η φίμωση των στελεχών, έγινε «για το καλό του κόμματος, αλλά και των ίδιων». Κάποιοι, κάπου, αποφάσισαν για άλλους πριν από αυτούς τι είναι καλό και χρήσιμο και τι είναι κακό και επιζήμιο. Επιστροφή στο λίκνο της Τρίτης Διεθνούς, κατά τη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Καταλήγουμε έτσι, σε έναν εκ των προτέρων ευνουχισμένο δημόσιο διάλογο μεταξύ των κομμάτων που ανταγωνίζονται για την εξουσία, μη έχοντας τη δυνατότητα να συγκρίνουμε και να αξιολογήσουμε τα στελέχη που θα κληθούν σε περίπτωση νίκης του ενός ή του άλλου κόμματος, να διαχειριστούν τις ζωές μας.
Ο διοικητικός περιορισμός των στελεχών, δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για τα υπόλοιπα κόμματα του δημοκρατικού τόξου της χώρας, τα οποία, σε κάποια βολική η άβολη για τα ίδια στιγμή, θα υποκύψουν στον πειρασμό του περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης.
Αν η πολιτική, έχει και παιδαγωγική διάσταση για τους πολίτες και την κοινωνία, το μάθημα αυτό δεν απευθύνεται στα στελέχη και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην ίδια την κοινωνία, για το μέχρι πού μπορούν να φτάσουν όταν απειλείται η πολιτική τους πορεία και υπόσταση.
Οι παραπάνω γραμμές, ίσως δυσαρεστήσουν ορισμένους, ωστόσο, όπως έλεγε και ο Άρθρου Κέσλερ στο «Ο κομισάριος και ο γιόγκι» «αν είναι να πεις την αλήθεια, αφήνεις την κομψότητα στο ράφτη σου».