Ο ανορθολογισμός ως νοο-τροπία διατρέχει οριζόντια την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά κόμματα, όλα διαθέτουν θύλακες ανορθολογισμού, άλλοι εκ των οποίων είναι ισχυροί και καθορίζουν την πολιτική του κόμματος και άλλοι λιγότερο ισχυροί που προσπαθούν, όμως, να επιβάλλουν στοιχεία της ατζέντας τους στην τακτική και στρατηγική του κομματικού τους οργανισμού.
Από τη μοίρα αυτή δεν ξεφεύγει ούτε η Νέα Δημοκρατία, η οποία ως πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας, έχει στις γραμμές της ανθρώπους, οι οποίοι εκφράζονται από διάφορα ιδεολογικά ρεύματα και σχολές σκέψης.
Παρά την επιτυχημένη στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη για διεύρυνση της επιρροής της στον χώρο του πολιτικού κέντρου, η Νέα Δημοκρατία σήμερα, αντιμετωπίζει την κριτική που προέρχεται περισσότερο από τους δικούς της κόλπους, παρά από την ζαλισμένη λόγω του εκλογικού αποτελέσματος αντιπολίτευση.
Με αφορμή διάφορες εξαγγελίες, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ή η παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στα διεθνή δικαστήρια, μερίδα οπαδών και ψηφοφόρων της Ν.Δ. έχουν σηκώσει μπαϊράκι και κουρνιαχτό στα social media, ομνύοντας στις «αρχές της παράταξης» και στα «ιερά και όσια» των παρακαταθηκών της.
Ανάμεσα τους, πρωτοστατούν οι «εκφραστές» και «εκπρόσωποι» της λαϊκής Δεξιάς, οι οποίοι θεωρούν απαράδεκτη και επικίνδυνη για το DNA της παράταξης, την στροφή προς το πολιτικό κέντρο, την υιοθέτηση προχωρημένων, ρηξικέλευθων και ανατρεπτικών, κατά τη γνώμη τους θέσεων, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την «ψυχή» του συντηρητισμού στην Ελλάδα.
Κινδυνολογούν, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Αδυνατούν να κατανοήσουν τόσο τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει, όσο και τα όρια της διαπραγμάτευσης. Φυσικά, υπεραμύνονται του «πατριωτισμού» συμβάλλοντας περαιτέρω στην εκμετάλλευση των αισθημάτων φιλοπατρίας των πολιτών από επιτήδειους υπερπατριώτες στα δεξιά του πολιτικού φάσματος που καραδοκούν στη γωνία για να απευθύνουν τις γνωστές κατηγορίες για «προδοσία», «μειοδοσία» κ.λπ. Δεν το κάνουν από αγνά αισθήματα, αλλά γιατί καταλαβαίνουν, όπως και άλλοι, πως η εποχή τους έχει ξεπεράσει. Γι’ αυτό και αναζητούν ρόλο σε μία παράσταση που δεν πρόκειται ποτέ να ανέβει.
Εκτός από την τραμπική αριστερά, στη χώρα μας ευδοκιμεί και η τραμπική Δεξιά και δεν αναφέρομαι στα νεόκοπα κόμματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα, αλλά σε εκείνους που τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχαν σηκώσει το μπαϊράκι «Σταματήστε τα lockdown», όσο και αργότερα, όταν διαπίστωσαν τις προχωρημένες για ένα κεντροδεξιό κόμμα, όπως η Ν.Δ., θέσεις αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την συμπεριληπτική κοινωνία.
Υιοθετώντας την ρητορική και την επιχειρηματολογία του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος Tea party που μετεξελίχθηκε στο φαινόμενο Τραμπ, οι εγχώριοι θαυμαστές του, επικεντρώνονται στην woke και cancel culture (αμφότερες στην Ελλάδα είναι περιθωριακά φαινόμενα και αφορούν σε εξαιρετικά ευάριθμες ομάδες, κυρίως στο χώρο της ακαδημαϊκής διανόησης και ορισμένων καλλιτεχνικών κύκλων) ανασύροντας την επιχειρηματολογία της προδικτατορικής και δικτατορικής Δεξιάς για την υπεράσπιση των βασικών, κατά τη γνώμη τους, αξιών που δεν είναι άλλες από την «Πατρίδα», την «Πίστη» και την «Οικογένεια».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζουν, επίσης, οι αμφίσημες δηλώσεις πολλών εξ αυτών, οι οποίοι αμφισβητούν τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας, ενώ δεν κρύβουν τη συμπάθεια τους για νεοαυταρχικά καθεστώτα και κυρίως εκείνο του Πούτιν, τον οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον θεωρούν «προστάτη της πίστης» και «φίλο της Ελλάδας».
Αυτή η ρετρό Δεξιά έχει τόσο σχέση με την σημερινή πραγματικότητα, όσο έχει και η ελληνική σταλινογενής Αριστερά που ζει στη δική της χωροχρονική κάψουλα.
Επιμένει, όμως, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως όσο η κοινωνία προχωρά προς τα εμπρός, προσπαθώντας να συντονίσει τον βηματισμό της με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες, η δική του θέση και ρόλος θα περιορίζονται σε πιασάρικες ατάκες στα social media και σε περιθωριακές ιστοσελίδες άγνωστης χρηματοδότησης.
Είναι προφανές πως η κυβέρνηση έχει επιλέξει μία μεταρρυθμιστική πορεία, η οποία θα δυσαρεστήσει πολλούς τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ ευωνύμων του πολιτικού συστήματος. Το θέμα είναι αν θα μπορέσει να διαχειριστεί αυτές τις πιέσεις που ασκούν οι οπαδοί αυτών των απόψεων ή αν θα τις αφήσει να αποδυναμωθούν εξαντλούμενες στις κοκορομαχίες του Διαδικτύου.