Είναι κατανοητό ως ένα βαθμό, κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών να ακούγονται βαριά λόγια και κατηγορίες, οι οποίες συνήθως λησμονούνται την πρώτη μετεκλογική Δευτέρα, είτε από τους νικητές που είναι μεθυσμένοι από τη νίκη τους, είτε από τους ηττημένους που παραδέρνουν μέσα στην παραζάλη της ήττας, αναζητώντας τον «πατέρα» της.
Ενώ πιστεύαμε πως η τρέχουσα προεκλογική περίοδος θα είναι μία από τις πιο πληκτικές της μεταπολιτευτικής ιστορίας, ήρθε η υπόθεση της Ροδόπης, να ταράξει τα νερά και να χαλάσει το, σχεδόν, ειδυλλιακό τοπίο.
Η εν λόγω υπόθεση δεν είναι ούτε απλή, ούτε προσφέρεται για κάθε είδους εκμετάλλευση, αλλά αφορά στο κορυφαίο για κάθε σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος, το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Θα μπορούσε να είχε λήξει αν οι εγκαλούμενοι έλεγαν απλά πως είναι Έλληνες βουλευτές, οι οποίοι αν και ορκίζονται (πολύ σωστά) στο Κοράνι (γιατί αυτή είναι η θρησκευτική τους πίστη), εν τούτοις δηλώνουν με τον όρκο τους να σέβονται και να τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Του ελληνικού.
Αντ’ αυτού, έχουμε υπεκφυγές εκ μέρους τους και μία πρωτοφανή για τα πολιτικά μας ήθη (ως προς την ένταση αλλά και το εύρος των συνασπισμένων υπερασπιστών) εκστρατεία παραχώρησης, θα έλεγα, της εθνικής κυριαρχίας σε ξένο προξενείο και των ενεργούμενών του.
Εντυπωσιάζει η διαπασών των υποστηρικτών αυτής της απαράδεκτης στάση, η οποία ξεκινάει από την εμμονική αριστερά και φτάνει στους μπαξέδες του λεγόμενου φιλελεύθερου, εξωκοινοβουλευτικού μπλοκ. Αμφότεροι μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιες παρά φύση συμμαχίες, οι οποίες βασίζονται, συγκυριακά στην αντίθεσή τους με τη σημερινή κεντροδεξιά, για διαφορετικούς λόγους ο κάθε ένας.
Είχαμε και παλαιότερα τέτοιου είδους εξάρσεις και φωνασκίες από τους γνωστούς κύκλους των «υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», άσχετα αν μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις, όλοι αυτοί μπορούν να χαρακτηριστούν ως μαΐστροι της ίντριγκας και της δολοπλοκίας στις εσωκομματικές τους διαδικασίες, προκειμένου να προωθηθούν οι αρεστοί σε αυτούς (και στο ξένο προξενείο).
Πέραν των ήσσονος σημασίας εσωκομματικών διαδικασιών τους, όμως, εγείρεται σαφώς ένα ερώτημα, το οποίο πλανάται πάνω από τη χώρα: μέχρι πού μπορούν να φτάσουν, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τόσο τα κομματικά τους συμφέροντα, όσο και τις αποδομητικές απέναντι στην έννοια του έθνους, της πατρίδας και του κράτους, ιδεοληψίες και εμμονές τους;
Αν επρόκειτο για κάποιο μικρό, περιθωριακό κόμμα, αθεράπευτα νοσταλγών του τριτοδιεθνιστικού διεθνισμού, το θέμα θα απασχολούσε τα μέλη της σέκτας και, ίσως, κάποιον φιλομαθή επιστήμονα της ψυχιατρικής επιστήμης.
Από τη στιγμή, όμως, που παρόμοιες θέσεις, διατυπώνονται από συστημικό κόμμα, το οποίο διεκδικεί την ψήφο των πολιτών και τη διακυβέρνηση της χώρας, το πρόβλημα δεν μπορεί πια να κρυφτεί κάτω από το χαλί.
Και για να είμαστε ξεκάθαροι. Παρά τις άστοχες επιλογές της ελληνικής πολιτείας, διαχρονικά, τα λάθη που έχουν γίνει, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε το γεγονός πως τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχουν γίνει πολλά, σοβαρά, αξιόλογα βήματα προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της ζωής των συμπολιτών μας από την μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Με την υπόθεση αυτή, έχουν ασχοληθεί με φρόνηση και φροντίδα άνθρωποι και από τα δύο μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης, την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και έχουν να επιδείξουν σοβαρά, μετρήσιμα και θετικά αποτελέσματα, τα οποία έχουν αναγνωριστεί τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το θέμα, η εμμονή του σε ξεπερασμένα ερμηνευτικά σχήματα, η ιδεοληψία του απέναντι σε έννοιες όπως πατρίδα, έθνος, κράτος, όχι μόνο δυναμιτίζει την κατάσταση στην Θράκη, αλλά είναι βούτυρο στο ψωμί των ακροδεξιών σχηματισμών, οι οποίοι περιμένουν την ευκαιρία για εκμετάλλευση και την προώθηση ρητορικής που θα υποσκάπτει τόσο τα επιτεύγματα στην περιοχή, όσο και τη διεθνή θέση της χώρας.
Η πολιτική σκηνή, δεν είναι ούτε παιδική χαρά να πηγαίνει ο καθένας με τα πλαστικά του παιχνίδια και να κάνει μούτρα επειδή δεν τον παίζουν τα άλλα παιδάκια, ούτε πίστα με συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, όπου οι ερασιτέχνες οδηγοί επιδεικνύουν το ασυγκράτητο Εγώ τους. Απαιτείται σοβαρότητα, υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση, γιατί ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τις εκλογές.