Υπάρχει μία συγκεκριμένη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ζούμε, στην καλύτερη περίπτωση, σε νεοαυταρχικό καθεστώς τύπου Όρμπαν ή, στην χειρότερη, σε χούντα. Η ελληνική κοινωνία εγκαλείται ως παθητική, κομφορμιστική ή ακόμη και ακραία δεξιά συντηρητική. Ως κοινωνία, η οποία αδυνατεί να συνομιλήσει με την εποχή της και μένει προσκολλημένη σε διάφορες φαντασιακές εκδοχές ενός ωραιοποιημένου και στρεβλά ερμηνευμένου παρελθόντος.
Αυτοί που τα λένε αυτά, έχουν, φυσικά, τους λόγους τους, οι οποίοι δεν είναι παρά τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ώστε οι ίδιοι να παρουσιαστούν ως σωτήρες, αν και κατά την κυβερνητική τους θητεία, αποδείχτηκε πως απέτυχαν ακόμη και στις εξετάσεις για το δίπλωμα του μαθητευόμενου μάγου.
Η ελληνική, όπως και πολλές άλλες, ευρωπαϊκές κοινωνίες, διήνυσε μεγάλη απόσταση τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια. Η ένταξή της μέσα στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια σε θεσμικό επίπεδο την βοήθησε όχι μόνο να ανοίξει τα σύνορά της, αλλά μαζί με αυτά τα μάτια και την ψυχή της.
Ήρθε σε επαφή με νέες ιδέες, ξαναθυμήθηκε ορισμένες από τις παλιές βασικές της αξίες, έκανε αλλού βήματα κι αλλού άλματα. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε πως λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ελλάδα ήταν πάντα ένας τόπος όπου συναντιούνται οι πολιτισμοί και οι άνθρωποι. Ένα μέρος όπου η όσμωση και η δημιουργική αφομοίωση ιδεών, προτάσεων, πολιτισμικών ανταλλαγών, ήταν πάντα ο μέγας και κρυφός του πλούτος.
Ανάλογη ήταν και η πρόοδος στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και στον θεσμικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Από την κατάργηση της προίκας, την αποποινικοποίηση της μοιχείας και τον πολιτικό γάμο, που έγιναν χάρη στις νομοθετικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, στην κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που έγινε και πάλι από το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και από εκεί στην κατοχύρωση του σύμφωνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια και η αναγνώριση οικογενειακών δεσμών μεταξύ των δύο μερών του συμφώνου, που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ το 2016, η ελληνική κοινωνία, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων, προχώρησε μπροστά, κατοχυρώνοντας δικαιώματα, τα οποία ήταν ώριμο αίτημα της εποχής.
Σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, χωρίς τη συμπερίληψη όλων των πολιτών, δε νοείται στον δυτικό πολιτισμό, στον οποίο ανήκει η Ελλάδα. Η ανάπτυξη τέτοιων πολιτικών είναι χρέος του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της κοινωνίας.
Η προχθεσινή εκδήλωση του Athens Pride, ήταν μία ακόμη απόδειξη για τον αγώνα που καταβάλει η ελληνική κοινωνία να προχωρήσει μπροστά. Τα αιτήματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας διατυπώνονται με ευκρίνεια και πρέπει τόσο η πολιτεία, όσο και η κοινωνία να σκύψουν με ευαισθησία και φροντίδα για τη θεσμική τους διευθέτηση.
Η πιο ευχάριστη έκπληξη για μένα, ήταν το βίντεο που ανέβασε ο πρώην οικονομικός σύμβουλος του Κ. Μητσοτάκη κ. Αλέξης Πατέλης, ο οποίος με το κινητό του τηλέφωνο κατέγραψε πολλές σκηνές από αυτή τη γιορτή, αλλά και τις διεκδικήσεις των συμπολιτών μας.
Το γεγονός ότι ο κ. Πατέλης αν και προέρχεται από ένα κόμμα, το οποίο πολλοί χαρακτηρίζουν ακραία συντηρητικό, αν όχι ακροδεξιό, συμμετέχει στο Athens Pride, μαζί με άλλα προβεβλημένα στελέχη, τα οποία δεν έκρυψαν ποτέ τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, είναι μία σαφής μαρτυρία για τη μεγάλη διαδρομή που έκανε η ελληνική κοινωνία.
Ταυτόχρονα, είναι άξια μίμησης και από άλλους πολιτικούς χώρους, οι οποίοι επιμένουν να αντιμετωπίζουν πότε αμήχανα και πότε εχθρικά τις διεκδικήσεις των συμπολιτών μας για ισονομία και ισηγορία. Κυρίως, όμως, είναι μία ακόμη υπενθύμιση πως η τετριμμένη διάκριση «προοδευτικού» - «συντηρητικού» έχει πλέον φθαρεί από την πολύ και αλόγιστη χρήση της και απαιτείται κατεπειγόντως ο επαναπροσδιορισμός της.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει: αρκούν αυτά; Η απάντηση είναι: κατηγορηματικά όχι. Χρειάζεται να γίνουν και άλλα πολλά, σε πολλούς τομείς, να επιλυθούν πολλά χρόνια προβλήματα, να αλλάξει η νοοτροπία και η στάση πολλών ανθρώπων.
Ιδανική κοινωνία δεν υπάρχει, παρά μόνο στα μυαλά αυτόκλητων σωτήρων και συνήθως τέτοιες «ιδεαλιστικές» προσεγγίσεις καταλήγουν σε ανθρωπιστικές τραγωδίες, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τον 20ο αιώνα.
Ωστόσο, αντί να μεμψιμοιρούμε και να καταριόμαστε την τύχη μας που ζούμε σε τούτη τη χώρα, καλύτερα θα ήταν να στοχαστούμε πάνω στη μεγάλη και θετική πορεία που έχουν διανύσει και να σχεδιάσουμε με προσοχή, ευθύνη και ευαισθησία τα επόμενα βήματά μας.