Συνάντησα δύο άγνωστους ανθρώπους χθες. Τον έναν στο μανάβικο, τον άλλον μπροστά στο περίπτερο. Κι οι δυο, με την οικειότητα που παρέχει η τηλεοπτική μου αναγνωρισιμότητα, με ρώτησαν το κλασικό «πώς τα βλέπω τα πράγματα», με ό,τι αυτό σημαίνει κάθε φορά. Απάντησα το ίδιο και στους δυο. «Δεν έχω ιδέα πού πάει το πράγμα και πώς θα κατασταλάξει», αναφερόμενος στις εξελίξεις που δρομολογούνται μετά την τραγωδία των Τεμπών. Με κοίταξαν αμφότεροι με απορία. Σε αντίθεση με μένα, ήταν και οι δύο φορείς βεβαιοτήτων.
Ο πρώτος, οδοντίατρος δήλωσε, είπε ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει τελικά στο πολιτικό σκηνικό και ότι μετά από ένα χρονικό διάστημα οι κόσμος θα επιστρέψει στις πολιτικές προτιμήσεις που είχε προ τριμήνου. «Θα την πάρει την αυτοδυναμία ο Μητσοτάκης» είπε, δίχως την παραμικρή αμφιταλάντευση. Τον ρώτησα γιατί πιστεύει ότι μια τόσο μεγάλη τραγωδία δεν θα επηρεάσει καθόλου την κοινή γνώμη. «Διότι η πάνω και η κάτω πλατεία και η άγρια φορολόγηση και η φτωχοποίηση δεν έχουν ξεχαστεί. Αυτές έδιωξαν τον Τσίπρα, όχι το Μάτι».
Ο δεύτερος, υπάλληλος δήλωσε χωρίς να διευκρινίσει αν ήταν δημόσιος ή ιδιωτικός, ήταν εξίσου κατηγορηματικός, αλλά προς την αντίθετη πλευρά. «Η σημερινή χώρα είναι διαφορετική από αυτήν πριν τα Τέμπη. Άλλαξαν όλα μέσα σε μια στιγμή. Το τρακάρισμα των τρένων ήταν σαν ένα χαστούκι που ξύπνησε ξαφνικά έναν κοιμισμένο που έβλεπε ωραίο όνειρο. Κι έχει πεταχτεί τώρα πάνω με ταχυκαρδία. Μέχρι τις εκλογές ο Μητσοτάκης θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Από τα παιδιά με ηλικία μέχρι τα τριάντα, δεν πρόκειται να πάρει ψήφο ούτε για δείγμα».
Έχουν ενδιαφέρον αλλά και πλάκα, οι άνθρωποι με βεβαιότητες. Ειδικά όταν από μόνοι τους δηλώνουν μη-φανατικοί. Καθότι ο μεν οδοντίατρος μου ξεκαθάρισε ότι «έχω πολλούς φίλους συριζαίους», ο δε υπάλληλος απεφάνθη ότι «όλη μου η οικογένεια δεξιά είναι». Βέβαια, αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους των ερωτήσεων από τη συναισθηματική φόρτιση στην καθαρή πολιτική ανάλυση, με ψύλλιασε ότι η κοινή γνώμη αρχίζει να επιστρέφει ξανά στις πολιτικοκομματικές της εντάξεις. Άρα η επήρεια της τραγωδίας ίσως αρχίζει να απομειώνεται σιγά-σιγά και να επανέρχεται μια ορθολογικοποίηση των δεδομένων.
Από την άλλη, μου έδωσαν και ολίγη τροφή για σκέψη. Πράγματι δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι θα χάσει εκλογές ένας πρωθυπουργός του οποίου η χώρα, μετά από δέκα χρόνια φρικτής φτώχειας, πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης του 5% και του 6%. Ποτέ η οικονομία δεν ήταν πολιτικά αμελητέα παράμετρος. Παραλλήλως όμως, δυσκολεύομαι εξ ίσου να καταλάβω πώς στο καλό θα κυβερνήσει κάποιος που δεν έχει βρει τον τρόπο να εμπνεύσει και να δώσει όραμα στη νεολαία του. Πόσο μάλλον να την έχει απέναντί του. Διότι σ’ ένα κομμάτι της συλλογιστικής τους και οι δύο άγνωστοι που συνάντησα στην αγορά είχαν δίκιο.