Αν σιχαίνομαι κάτι, είναι αυτό το «ε-τε-λεί-ω-σε» των βουλευτών, των πολιτευτών και των λογής-λογής δημάρχων, περιφερειαρχών και άλλων παρομοίων «αρχόντων». Που καβάλησαν μια θέση και νομίζουν ότι θα την κρατάνε εσαεί, όχι με την δουλειά, την ειλικρίνεια και την απόδοση τους, αλλά κοροϊδεύοντας τον κοσμάκη. Και σιχαίνομαι εκατό φορές περισσότερο, εκείνους που ενώ έχουν την επανεκλογή τους (νομίζουν) στο τσεπάκι, κοροϊδεύουν τον ταλαίπωρο που χτυπά διστακτικά την πόρτα τους δίχως να έχουν λόγο να το κάνουν. Έτσι, από κεκτημένη Μαυρογιαλούρικη ταχύτητα.
Ότι ο πολίτης ζητά την βοήθεια του τυπάκου που κατέχει εξουσία, αιρετού ή διορισμένου, είναι δεδομένο. Για μια δουλειά, για μια μεσολάβηση, για μια παράκαμψη γραφειοκρατικού κωλύματος, για οτιδήποτε βρε αδερφέ. «Κακώς», θα πείτε, «να μην την χτυπήσει την πόρτα, να μην ζητήσει εξυπηρέτηση, για να μην φάει και διάψευση».
Σύμφωνοι, σύμφωνοι, τις ξέρω τις ηθικολογίες αυτές, αλλά ξέρω και παιδιά που μπορεί να έχουν δυο πανεπιστημιακά πτυχία αλλά αν δεν χωθούν σε δίκτυο και σε πελατειακό σύστημα, θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους ως κακοπληρωμένα γκαρσόνια. Ειδικά αν έχουν επιλέξει να ζήσουν στην επαρχία κι όχι στην Αθήνα ή στην ξενιτιά των Άμστερνταμ και των Λονδίνων. Σ’ αυτήν τη σκατοχώρα γεννήθηκαν, δεν φταίνε αυτά που προσπαθούν να επιβιώσουν.
Και σε τελευταία ανάλυση, το να ζητά κανείς δουλειά δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι η ψευτιά, η απατεωνιά, η παρανομία, η μίζα. Εγώ εκτιμώ τον «άρχοντα» που είναι ντόμπρος και ειλικρινής. Που όταν μπορεί να βοηθήσει το κάνει κι όταν δεν θέλει ή δεν μπορεί το λέει ευθέως. Βγάζω το καπέλο σ’ αυτόν που στο «αίτημα» απαντά δίχως περιστροφές μ’ ένα «δεν γίνεται» ή «δεν έχω τέτοια δυνατότητα» ή «εγώ ρουσφέτια δεν κάνω, πήγαινε αλλού».
Υπό προϋποθέσεις, θα εκτιμήσω κι εκείνον που απαντά «επί του παρόντος δεν έχω κάτι, αν παρουσιαστεί θα σε ενημερώσω». Συνήθως είναι βολική δικαιολογία αποφυγής, αλλά δια της πλαγίας δίνει στον αιτούντα να καταλάβει ότι δεν έχει πολλά να περιμένει.
Μου την βαράει άσχημα όμως αυτός, που ανεξαρτήτως του τι θέλει ή τι μπορεί, παραμυθιάζει ξεδιάντροπα το παιδί που αναζητά στον ήλιο μοίρα λέγοντας του «ε-τε-λεί-ω-σε». Και το βάζει το αγόρι ή το κορίτσι σε μια διαδικασία να ελπίζει, και να πηγαίνει, και να ξαναπηγαίνει, και να τηλεφωνά, και να ξανατηλεφωνά, και να εξευτελίζεται σε παρατρεχάμενους, και σε διευθυντές, και σε υποδιευθυντές, και σε γραμματείς, και σε φαρισαίους. Και να περνάνε οι βδομάδες και οι μήνες, με τους μεν «ιδιαίτερους» να κοροϊδεύουν και τον ίδιο τον «άρχοντα» (αν τον πετύχουν πουθενά) να επιμένει: «μα τι λες… λάθος κάνεις… τώρα, τώρα, τώρα τελειώνει…» Μέχρι να φθάσουν οι εκλογές και να πάρει τα σταυρουλάκια.
Ε λοιπόν, κάτι τέτοιους αδίστακτους τύπους που στην βιτρίνα τους έχουν φιλοτεχνήσει την σφραγίδα του χαριτωμένου, του φιλικού, του γλυκύτατου, του ευπροσήγορου, του παμψηφεί πολυεκλεγμένου και του λαϊκού παιδιού, όταν εγώ τους καταλάβω, φροντίζω να τους κάνω άσχημη ζημιά.
Δεν ξέρω πόσο μπορώ να επηρεάσω την επανεκλογή τους, αλλά ένα καλό στραπάτσο στην πρόσοψη τους το παθαίνουν, κερασμένο από μένα. Και μετά τρέχουν να καλαφατιστούν. Καθότι όλοι έχουν κρυμμένους και στριμωγμένους σκελετούς στην ντουλάπα τους, ένα επιδέξιο χεράκι χρειάζεται να στρίψει λίγο το χερούλι και η βρώμικη ντουλάπα αδειάζει πάνω τους.
Και μην εφησυχάζουν επειδή ως τώρα την βόλεψαν επιδέξια, πολιτευόμενοι σ’ ένα απυρόβλητο που άλλοι συνάδελφοι τους δεν απόλαυσαν ποτέ. Επειδή δεν βρέθηκε ποτέ μια κανονική αντιπολίτευση απέναντι τους, να ρίξει μια ματιά πίσω από την κουρτίνα τους. Κι ενώ είναι τα αγαπημένα παλικαράκια του βαρέως οικονομικού κατεστημένου της περιφέρειας τους (με όλες τις αμαρτίες αυτών των μεγαλοοικογενειών), τανίζονται στην τοπική κοινωνία ως άσπιλοι, λαϊκοί και σοσιαλισταράδες. Αλλάζουν καμιά φορά τα πράγματα. Ξαφνικά.
Άτιμο ΠΑΣΟΚ, αιώνιο και λεβεντογέννικο, τι έχεις βγάλει τελικά. (Η συνέχεια προσεχώς…)