Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί επισταμένα με το μνημείο δεν είναι προφανές και είναι βέβαια φυσικό. Είναι όμως αληθινό: τα σπαράγματα, ακόμα και τα πιο μικρά κομματάκια από το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, είναι αυτά που αναδεικνύουν το μέγεθος του δράματος της λεηλασίας του.
Γι αυτό και η απόφαση του Πάπα Φραγκίσκου να επιστρέψει τρία κομμάτια του, υπερβαίνει κατά πολύ τους οφθαλμοφανείς συμβολισμούς και πρέπει να λειτουργήσει ως ευκαιρία για την Ελλάδα να επανακαθορίσει τη ρητορική της στην προσπάθεια επαναπατρισμού των Γλυπτών.
Τα Γλυπτά δεν είναι έργα τέχνης. Είναι μνημεία. Τεκμήρια της ιστορίας δηλαδή της μνήμης της Ανθρωπότητας αφού πρόκειται για μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και χρησιμοποιείται μάλιστα από την UNESCO ως λογότυπό της.
Η αρχαιοκαπηλία είναι ένα έγκλημα σε βάρος των λαών και η Ελλάδα είναι από τις χώρες που έχουν υποστεί τις συνέπειές του. Όταν λοιπόν έχει πέσει θύμα αρχαιοκαπηλίας ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία του κόσμου, ο αγώνας για την επιστροφή των κλεμμένων πρέπει να γίνει σημείο αναφορά για κάθε ανάλογη περίπτωση.
Η Ελλάδα πρέπει να δηλώσει ότι μέσω της προσπάθειας αυτής, στην πραγματικότητα στηρίζει το αίτημα κάθε λαού που διεκδικεί τα μνημεία του, ειδικά των φτωχών χωρών που δεν έχουν τη δική της παρουσία στους διεθνείς οργανισμούς.
Τα τρία κομμάτια του Βατικανού που θα επιστραφούν για να δηλώσουν την επιθυμία του Πάπα «να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και η αλήθεια», είναι άλλη μια καλή ευκαιρία για την Ελλάδα να εμφανιστεί ότι ηγείται της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Οι Έλληνες μπορούμε και πρέπει να γίνουμε η φωνή κάθε λαού που αγωνίζεται για τον επαναπατρισμό των μνημείων του.
Η προσπάθεια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν μπορεί να λογίζεται ως ελληνική ή να παίρνει διαστάσεις εθνικιστικές. Είναι οικουμενική και πανανθρώπινη.
Κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να δείξουμε ότι έχουμε καταλάβει το νόημα του μνημείου και να το υπηρετήσουμε.