Κάποια στιγμή, ο καθένας πρέπει να αποφασίσει πως θα εμφανίζεται στο δημόσιο διάλογο. Θα σχολιάζει ως υποψιασμένος; Ως αυτός που ο θείος του κουμπάρου του πεθερού του τον πληροφορεί για τις κρυφές δημοσκοπήσεις που κάνουν «στην πρεσβεία»; Ως αυτός που μπορεί να διαβάζει ανάμεσα από τις γραμμές των παραπολιτικών σχολίων των εφημερίδων που αυτές τις μέρες φωτογραφίζουν πρόσωπα και πράγματα; Ή θα δηλώνει έκπληκτος που οι δημοκρατικοί θεσμοί, εδώ στην περιφέρεια της Ευρώπης, λειτουργούν «στο περίπου», οι ισχυροί επιχειρηματίες θέλουν να είναι και μηντιάρχες και ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών ομάδων για να πιέζουν κυβερνήσεις;
Κανείς δεν μπορεί να ποζάρει ως υποψιασμένος και έκπληκτος μαζί. Δηλαδή, φυσικά και μπορεί να το κάνει μόνο που δεν πρέπει να έχει μετά την αξίωση να τον πάρουμε σοβαρά.
Ξέρω πολύ καλά ότι αρκετοί πιστεύουν πως όσα έγραψα παραπάνω είναι μια κυνική προσέγγιση της πολιτικής. Θεωρούν ότι το σχόλιο αυτό επιχειρεί να εκλογικεύσει τις υποκλοπές ή την κακή λειτουργία των θεσμών.
Κυνικοί είναι όσοι υποκρίνονται και όχι όσοι περιγράφουν όσα όλοι βλέπουν όλοι αλλά δεν τολμούν να εκστομίσουν.
Ας αποδεχτούμε, επιτέλους, την πραγματικότητα: στις χώρες της περιφέρειας η δημοκρατία δεν λειτουργεί όπως στις μητροπόλεις της Δύσης.
Όχι. Στην Ελλάδα δεν παραιτείται πρωθυπουργός επειδή παραβίασε τα λοκντάουν. Ας ζήσουμε με αυτό ακομπλεξάριστα κι ας μην παριστάνουμε διαρκώς τους έκπληκτους.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που εκδίδονται δικαστικά βουλεύματα όπως αυτό για τη Novartis και όλοι, αντί να εξεγερθούν, αισθάνονται ανακουφισμένοι.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που είναι αδιανόητο για το πολιτικό της σύστημα να μην νταραβαρίζεται με τους επιχειρηματίες και τους μηντιάρχες.
Παρ'όλα αυτά όμως, υπάρχουν όρια, ακόμα και για τα δεδομένα της «ό,τι να ναι» Ελλάδας. Οπότε, ας αφήσουμε τις υποκριτικές ευαισθησίες για τη συνθήκη που δεν πρόκειται ποτέ να επιτύχουμε για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς κι ας δούμε αν παραβιάζεται η κόκκινη γραμμή, ο θεμελιώδης όρος λειτουργίας της ελληνικής δημοκρατίας που θέλει όλους εμάς, το λαό, να έχουμε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Αυτή την περίφημη κόκκινη γραμμή την ορίζει από το πρώτο του άρθρο ακόμα το Σύνταγμα «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους».
Την Κυριακή το βράδυ κάποιοι πέρασαν την κόκκινη γραμμή και θεώρησαν ότι εκείνοι ξέρουν καλύτερα από τον λαό.
Στην προχθεσινή του συνέντευξη στον ΑΝΤ1 ο Μητσοτάκης επιχείρησε να θυμίσει ότι την εξουσία του την αντλεί απευθείας από το λαό και μάλιστα με ευρύτατη πλειοψηφία.
Τα κατάφερε; Θα δείξει. Το έκανε όμως.
Κι αν ήμασταν λίγο σοβαρή χώρα, για τα δεδομένα της Ελλάδας πάντα, θα έτρεχαν να σταθούν δίπλα του όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και όσοι Έλληνες πολιτικολογούν, με όποιο κόμμα κι αν ταυτίζονται.
Γιατί κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν θα είχε βρεθεί στη θέση που βρέθηκε ο Μητσοτάκης αν οι προκάτοχοί του, όλων των κομμάτων, είχαν «κόψει τον βήχα» σε επιχειρηματίες και μηντιάρχες λέγοντας όσα εκστόμισε εκείνος, εκνευρισμένος, στο Νίκο Χατζηνικολάου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι υπάρχει μια κόκκινη γραμμή και συμφέρει όλους μας, ανεξαιρέτως, όσοι θεωρούν αυτούς υπερκείμενους της λαϊκής κυριαρχίας να έχουν λάβει το μήνυμα και το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί να σταματήσει εδώ και να μην χρειαστεί να επανέλθει. Αν όμως ο πρωθυπουργός χρειαστεί να επανέλθει, έχουμε την αξίωση να το κάνει.
Γιατί υπάρχουν όρια. Ακόμα και για τα δεδομένα της Ελλάδας.