Το ζήτημα της κατάληψης, διατήρησης ή παράδοσης της εξουσίας και η Αριστερά

Το ζήτημα της κατάληψης, διατήρησης ή παράδοσης της εξουσίας και η Αριστερά

Του Διονύση Βενιεράτου*

Αφορμή για το άρθρο υπήρξε η φράση της κ. Περιστέρας Μπαζιάνα στην πρόσφατη συνέντευξή της: «Έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία».

Το ζήτημα που διαπραγματευόμαστε είναι καίριο ως προς το δημοκρατικό πνεύμα, καθόσον η δημοκρατία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με τη διάχυση και τον διαχωρισμό των εξουσιών (εκτελεστική, δικαστική, νομοθετική), όσο και με τη δυνατότητα αλλαγής στην κυβέρνηση και στο κοινοβούλιο μέσω τακτικής προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία.

Στην εποχή μας έχουν αποκρυσταλλωθεί τρεις κυρίαρχες απόψεις στα πλαίσια της «Αριστερής ιδεολογίας»:

1) Η κλασσική μαρξιστική προσέγγιση:

Η Αριστερά καταλαμβάνει την εξουσία μετά από λαϊκή εξέργερση ή πραξικόπημα (και στις δύο περιπτώσεις μιλούν για «επανάσταση») και στη συνέχεια δημιουργεί μηχανισμούς διατήρησής της με κάθε τρόπο καταπνίγοντας κάθε αντίθετη άποψη, θέτοντας εκτός νόμου κάθε άλλο κόμμα και αρνούμενη κάθε διαδικασία διά της οποίας θα μπορούσε με ομαλό τρόπο να την χάσει.

Στο μεταξύ εγκαθιδρύει «σοσιαλισμό», δηλαδή κρατικοποίηση όλων των «μέσων παραγωγής» και κατάργηση κάθε ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Στα πλαίσια της «πάλης των τάξεων» προτιμά να καταργεί κάθε άλλη τάξη πλην της προνομιούχου τάξης των κομματικών στελεχών.

Νομιμοποιεί όλα τα παραπάνω με το «επιχείρημα» ότι το Κόμμα κατέχει τη «μοναδική αλήθεια», που συμπίπτει με το «συμφέρον του λαού», έστω και αν ο λαός δεν χρειάζεται να έχει οποιαδήποτε αντίθετη γνώμη για το συμφέρον του, γιατί πάντα το κόμμα «ξέρει καλύτερα» από τον καθένα το συμφέρον του λαού.

Η ιδεολογική συγγένεια της προσέγγισης αυτής με κάθε άλλο ολοκληρωτικό καθεστώς ακόμα και με αυτά του ναζισμού ή του φασισμού είναι προφανής.

Φορέας της άποψης (1) είναι στην Ελλάδα το ΚΚΕ και άλλα συναφή μορφώματα.

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου αυτή η άποψη είναι εντελώς περιθωριακή παραμένοντας κυρίαρχη στις ελάχιστες κομμουνιστικές χώρες όπως η Κίνα και η Βόρεια Κορέα.

2) Η λεγόμενη «ευρωκομμουνιστική» προσέγγιση:

Εδώ προτείνεται ο «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία» με μόνο αποδεκτό τρόπο επιβολής του τη δημοκρατική διαδικασία και τις ελεύθερες εκλογές.

Η θεωρία αυτή αφήνει πολλά κενά και ερωτηματικά ως προς το ζήτημα της εναλλαγής στην εξουσία με δυνάμεις που δεν έχουν την ίδια ιδεολογία.

Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο αν στο μεταξύ έχει προχωρήσει ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» της κοινωνίας, δηλαδή η κρατικοποίηση πολλών (αν όχι όλων!) των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Επίσης ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» που επαγγέλλεται μπορεί να σημαίνει ότι σε «θέσεις – κλειδιά» της κοινωνίας θα τοποθετούνται άτομα που εμφορούνται από τη συγκεκριμένη ιδεολογία και έτσι ότι με τον τρόπο αυτό η αξιοκρατία αντικαθίσταται από την ιδεολογική προσήλωση. Αυτό έκανε και ο Ανδρέας Παπανδρέου με ακριβώς το ίδιο επιχείρημα κομματοποιώντας στο μέγιστο βαθμό το κράτος.

Όλα τα παραπάνω είναι προφανώς αντίθετα προς τη «δημοκρατία και ελευθερία», την οποία είχαν για σημαία τους οι «ευρωκομμουνιστές».

Η άποψη αυτή αποτελούσε το ιδεολογικό υπόβαθρο του «ΚΚΕ Εσωτερικού» και εξακολουθεί να διέπει πολλά (αν όχι τα περισσότερα) στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί και τη διάδοχη κατάσταση μιας και το «ΚΚΕ Εσωτερικού» υπήρξε η ισχυρότερη από τις «συνιστώσες» του.

3) Η Σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση:

Εδώ το ζήτημα της εναλλαγής στην εξουσία και της δημοκρατίας γενικότερα έχει λυθεί από καιρό τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

Οι σοσιαλδημοκράτες, που αποτελούν ισχυρό ρεύμα στην Ευρώπη κατά κύριο λόγο, εφαρμόζουν μια ήπια αριστερή πολιτική με αργά, προσεκτικά βήματα και με τη μεγίστη δυνατή συναίνεση γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή θα χάσουν την εξουσία στα πλαίσια της δημοκρατικής εναλλαγής.

Έτσι προσβλέπουν στο να έχουν δημιουργήσει δομές «υπέρ των κοινωνικά πλέον αδύναμων» (πράγμα που αποτελεί τον πυρήνα και το διαφοροποιό στοιχείο της αριστερής ιδεολογίας), οι οποίες θα έχουν πετύχει, θα έχουν εδραιωθεί στη συνείδηση των πολιτών και έτσι οι όποιοι πολιτικοί τους αντίπαλοι που ενδεχομένως να τους διαδεχθούν δεν θα επιχειρήσουν να τις αλλάξουν χωρίς σημαντικό πολιτικό κόστος.

Συμπερασματικά:

- Η κλασσική κομμουνιστική «μαρξιστική – λενινιστική» προσέγγιση (1) είναι ασύμβατη προς τη δημοκρατία, την οποία στην ουσία καταργεί πλήρως.

- Η σοσιαλδημοκρατία (3) είναι απολύτως συμβατή με τη δημοκρατία, την οποία σέβεται απολύτως και δεν την αμφισβητεί ποτέ. Στην ουσία θέτει τη δημοκρατία σε ανώτερη μοίρα από την όποια αριστερή ή σοσιαλίζουσα ιδεολογία.

- Η ενδιάμεση θέση (2) τύπου «ευρωκομμουνισμού» ή ΣΥΡΙΖΑ έχει ασαφείς προθέσεις ως προς τη δημοκρατία, την οποία φαίνεται ότι θέτει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τα «σοσιαλιστικά» τους ιδεώδη.

Στην πράξη:

Ο ΣΥΡΙΖΑ που τώρα βρίσκεται στην εξουσία και ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας δείχνουν ότι δεν έχουν πρόθεση (ίσως γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν ούτε και τη δυνατότητα!) να διατηρήσουν την εξουσία παραβιάζοντας τη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή της διάκρισης των εξουσιών (σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη δικαστική το έχουν δείξει ήδη) και τις δημοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης και εναλλαγής των κυβερνήσεων.

Αν στις επόμενες εκλογές χάσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κατά συνέπεια την κυβέρνηση, θα προσφέρουν ύψιστη υπηρεσία στη χώρα, ακριβώς επειδή … θα αποχωρήσουν (!).

Παράλληλα όμως θα είναι και η πρώτη στην ιστορία «αριστερή» κυβέρνηση που χάνει την εξουσία με ομαλό τρόπο και αυτό θα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη στο παγκόσμιο αριστερό κίνημα και νίκη της Δημοκρατίας.

Ο «σύντροφος» Μαδούρο της Βενεζουέλας έχουμε δει τί αντιδημοκρατικά τεχνάσματα επιστρατεύει ώστε να παραμείνει στην εξουσία παρά την κραυγαλέα αποτυχία του ως κυβερνήτη και παρά τη σφοδρή λαϊκή αντίθεση που εκδηλώνεται με κάθε τρόπο και την οποία καταπνίγει κάθε φορά με βάρβαρες μεθόδους.

Υ.Γ. Το άρθρο δεν αναφέρεται στους Φιλελεύθερους, γιατί αυτοί δεν θεωρούν τον εαυτό τους «αριστερό».

Εξυπακούεται φυσικά ότι οι φιλελεύθεροι είναι στο μέγιστο βαθμό προσκολλημένοι στις αρχές της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας.

*Ο κ. Διονύσης Βενιεράτος είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της «Δημιουργίας, ξανά».