Του Δρ Άρεφ Αλομπέιντ*
Όλος ο μορφωμένος κόσμος εντός και εκτός Ελλάδας γνωρίζει την ελληνικότητα της Μακεδονίας και την ιστορία αυτής της γεωγραφικής περιοχής. Γνωρίζει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος εκπροσωπεί τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μέχρι σήμερα εύκολα διαπιστώνει κανείς την έλλειψη της αυτοπεποίθησης και τους «λανθασμένους» χειρισμούς στην αντιμετώπιση του θέματος της ονομασίας εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, όπου η αδυναμία και μερικές φορές η αδιαφορία ήταν εμφανείς καθώς και η επικοινωνιακή πολιτική ήταν ελλιπής.
Η επένδυση της ελληνικής πολιτικής στον παράγοντα του χρόνου και στο διπλωματικό μέσο που διαθέτει «Βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ» μάλλον περιόρισε τη δυνατότητα της χώρας σε διεθνές επίπεδο. Με αποτέλεσμα, οι διπλωματικές αναγνωρίσεις αυτού του κρατιδίου ως Μακεδονία, από τα μέλη της διεθνούς κοινωνίας, προχωρούσαν χωρίς ηχηρές απαντήσεις-αντιδράσεις από την ελληνική πλευρά.
Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το γειτονικό κράτος, σε σύγκριση με τις δυνατότητες της Ελλάδας, είναι αρκετά μικρό, παρά ταύτα υπάρχουν μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις που το στήριζαν και το στηρίζουν από την ίδρυσή του ως σήμερα. Αυτή η διεθνής υποστήριξη προς τα Σκόπια εξουδετερώνει κάθε πιθανή σκέψη ορισμένων Ελλήνων για στρατιωτική λύση. Έτσι, όσοι κατά διαστήματα αναφέρονται στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ονομασίας με στρατιωτικά μέσα θα οδηγούσαν την Ελλάδα σε αδιέξοδο, ενδεικτική είναι η περίπτωση της εισβολής του Πάγκαλου κατά της Βουλγαρίας το 1925.
Από το 1990 προέκυψαν στα Βαλκάνια πολλές εξελίξεις που σχετίζονται με τη διεθνή πολιτική, όπως η δημιουργία μιας αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στα Σκόπια, η οποία θεωρείται από τις μεγαλύτερες των ΗΠΑ. Έτσι, η ανάγκη ένταξης αυτής της βάσης στο ΝΑΤΟ και κατά συνέπεια των Σκοπίων χωρίς την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας ήταν ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα. Οι πιέσεις που δεχόταν η Ελλάδα για την επίτευξη του παραπάνω στόχου ήταν ισχυρές.
Συνεπώς, η αναγκαιότητα της όποιας συμφωνίας μεταξύ των δυο πλευρών για τη διευθέτηση του ονόματος ήταν επιβεβλημένη από τις ΗΠΑ, γιατί, με την πάροδο του χρόνου, το ζήτημα αυτό μετατράπηκε από διακρατικό σε διεθνές και μάλιστα με σφοδρή κόντρα μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ για το ελληνικό ΝΑΙ, η άσκηση του Βέτο το 2008 από τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή κατά της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ συντέλεσε μεταξύ άλλων στην απομάκρυνσή του ένα χρόνο αργότερα. Το Βέτο θα έπρεπε να ήταν μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής από την ελληνική κυβέρνηση πριν καν διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία, δηλ όχι στη διάλυση πριν εξασφαλιστούν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, πιθανών η κατάσταση τότε δεν εκτιμήθηκε σωστά από τους Έλληνες πολιτικούς-αναλυτές.
Μελλοντικά, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών, δεν προστατεύει πλήρως την ελληνική ιστορία-πολιτιστική κληρονομιά αλλά ίσως είναι ότι καλύτερο μπορούσε να πετύχει η όποια ελληνική κυβέρνηση μετά από 28 χρόνια καθυστερήσεων. Η διαφοροποίηση στο τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού από τα κόμματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η αδρανής διπλωματία σε σύγκριση με τη δραστήρια διπλωματία του γειτονικού κρατιδίου συντέλεσαν και αυτά στο να φτάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα.
Το ζήτημα της ονομασίας καταδεικνύει, διαχρονικά, ότι η Ελλάδα ήταν απομονωμένη, κυρίως, από φίλους και συμμάχους, γιατί οι τελευταίοι ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν τα Σκόπια ως Μακεδονία. Το γεγονός αυτό απαιτεί από εδώ και πέρα ομοφωνία και εγρήγορση στην διασφάλιση της ελληνικής ιστορίας από όλους τους παράγοντες του ελληνικού πολιτικού βίου.
Η ανασφάλεια που μπορεί να προκύψει από τη συμφωνία των Πρεσπών απαιτεί καινοτομικές και τολμηρές λύσεις. Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ελλάδας από την Αθήνα στη καρδιά της Μακεδονίας «Βεργίνα» ίσως αποτελεί μια απάντηση σε όσους αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Η μεταφορά αυτή προϋποθέτει τον σεβασμό της αρχαίας πόλης από την αλλοίωσή της, λόγω του πιθανού ισχυρού κύματος αστικοποίησης στην περιοχή.
Επιπρόσθετα, η οικονομική, εμπορική και κατασκευαστική ανάπτυξη που θα μπορούσε να προκύψει από τη μεταφορά της πρωτεύουσας ίσως θα συνέβαλε στην ανάπτυξη της Ελλάδας και στον απεγκλωβισμό της Αθήνας. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στρατηγικής σημασίας μεταφοράς πρωτεύουσας στον κόσμο όπως η μεταφορά της τουρκικής πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα, της Βραζιλίας από Ρίο ντε Τζανέιρο στην Μπραζίλια. Επιπλέον, θα μπορούσαν οι Έλληνες να ακολουθήσουν το Μοντέλο της Νότιας Αφρικής.
Εδώ προκύπτει το εξής ερώτημα «κατά πόσο οι Έλληνες είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη βολή τους προκειμένου να δοθεί οριστικό και ικανοποιητικό τέλος σε όσους αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας»;;
*Ο Δρ Άρεφ Αλομπέιντ είναι Διδάκτωρ της Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής