Ζήλια

Ζήλια

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Γυριζόταν μία σκηνή για ένα σίριαλ του Netflix εδώ στη γειτονιά το Σάββατο που μας πέρασε. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο: ένας μοτοσικλετιστής έπρεπε να περάσει μέσα από σαράντα αυτοκίνητα κολλημένα υποτίθεται στην κίνηση την ώρα που άναβε το πράσινο, να βρεθεί μπροστά τους, να τρέξει με πολύ επιθετικό τρόπο για είκοσι μέτρα περίπου, κι εκεί να τον πυροβολήσουν, δήθεν, και να πέσει εντυπωσιακά πάνω σε ένα παρκαρισμένο βαν, ενώ η μηχανή του θα κυλούσε για λίγο στον άδειο δρόμο, μόνη της, βγάζοντας ένα μεταλλικό στρίγκλισμα.

Εννοείται πως έκατσα —κάπως έκθαμβος, το ομολογώ— να το δω όλο αυτό, μαζί με μερικούς ακόμη περίεργους. (Εγώ, μάλιστα, με τον σκύλο μου μαζί. Ήταν μεσημεράκι, είχε πολλή ζέστη, και είχαμε τελειώσει εγώ τη δουλειά μου και εκείνος τις βόλτες του).

Το συνεργείο, από τους δύο νεαρούς σεκιουριτάδες με τις φωσφοριζέ στολές και το παλικάρι που έφερνε μπουκαλάκια με νερό, μέχρι τους τεχνικούς με τα ογκώδη μηχανήματα, τους εικονολήπτες με τις κάμερές τους, τον διευθυντή φωτογραφίας και τον σκηνοθέτη, απαρτιζόταν από σαράντα άτομα περίπου, αριθμός που μου φάνηκε τουλάχιστον υπερβολικός — πόσοι χρειάζονται, άραγε, για να γυριστεί μία πολύ πιο σύνθετη σκηνή; Εκατό; Διακόσιοι; Και τι γίνεται στις ακριβές παραγωγές του Χόλιγουντ; Δεν έχω ιδέα.

Εν πάση περιπτώσει, για να πάρουν ικανοποιητικά πλάνα από την «καταδίωξη» και το εντυπωσιακό πέσιμο του φυγάδα μοτοσικλετιστή, χρειάστηκε να αρχίσουν και να ξαναρχίσουν την όλη διαδικασία περί τις εφτά με οχτώ φορές. Κανείς δεν φαινόταν δυσαρεστημένος ή βαριεστημένος. Κάθε φορά που τελείωνε το γύρισμα, άρχιζε πάλι από την αρχή, χωρίς διάλειμμα, με τα ίδια λόγια, τις ίδιες συμβουλές από την ντουντούκα, τα ίδια σήματα στους κρυμμένους και μη καμεραμάν, την ίδια ακριβώς διαδικασία. Και πάντα η ίδια κοπέλα πήγαινε κοντά στον νεαρό οδηγό της μοτοσικλέτας, τον στάντμαν —που φορούσε κάτω από το δερμάτινο μπουφάν του μία στολή… υπερήρωα, ακριβώς για να αποφύγει τυχόν τραυματισμούς εξαιτίας της πτώσης, μια κανονική πανοπλία από δέρμα και πλαστικό—, και καθάριζε με ένα υγρό χαρτομάντιλο τα χώματα από το μπουφάν του. Ίσως και να φλέρταραν λιγάκι.

Και πάντα, επίσης, συνέβαινε κάτι ακόμη: δύο ή τρεις άνθρωποι γυρνούσαν ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και έλεγαν δυο λόγια με τους οδηγούς. Τα αυτοκίνητα, όπως προείπα, ήταν σαράντα —έχω τη συνήθεια να μετρώ αντικείμενα που μπορούν να μετρηθούν, λόγω ενός ελαφρού ιδεοψυχαναγκασμού— και έπρεπε, κάθε φορά που ακουγόταν το «Action!» να βάλουν όλα μαζί πρώτη και να κινηθούν περί το μισό με ένα μέτρο προς τα μπροστά, κορνάροντας, τη στιγμή που ο μοτοσικλετιστής θα ελισσόταν ανάμεσά τους. Όχι τίποτε σπουδαίο, αλλά υποθέτω ήταν σημαντικό κάτι τέτοιο για να δοθεί η δραματική αίσθηση της κίνησης στη σκηνή.

Κάποια στιγμή προχώρησα προς τα αυτοκίνητα, γιατί είδα από μακριά μία από τις πινακίδες τους και μου φάνηκε παράξενη. Φτάνοντας κοντά, είδα πως όλες τους ήταν ελβετικές. Ήταν σαράντα αυτοκίνητα διαφόρων τύπων εκεί, όλα από την Ελβετία. Οπότε, η σκηνή ελάμβανε χώρα, σκέφτηκα —δεν ήταν και πολύ δύσκολη σκέψη, εδώ που τα λέμε— σε μία ελβετική πόλη. Ωραία. Πολύ ωραία.

Και έπειτα κάτι δεν μου πήγε καλά. Ελβετία; Δηλαδή, έφεραν σαράντα αυτοκίνητα από την… Ελβετία, για να γυρίσουν μία ασήμαντη σκηνή σε έναν δρόμο της Πράγας; Τον σύγχρονο «Μπεν Χουρ» γύριζαν;

Όχι, δεν τα είχαν φέρει από την Ελβετία. Όπως έμαθα μετά από λίγο, όλοι εκείνοι οι οδηγοί, περί τους εβδομήντα ανθρώπους συνολικά μαζί με τους συνοδηγούς τους και καναδυό οικογένειες με παιδιά, ήταν «κανονικοί» Τσέχοι που έτυχε να περνούν από τον δρόμο πριν από καμιά ώρα, και τους σταμάτησαν, τους είπαν τι ήθελαν από αυτούς, και εκείνοι συμφώνησαν. (Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι αρνήθηκαν: ίσως ένα υψηλό ποσοστό. Πάντως, τα υπόλοιπα αυτοκίνητα διοχετεύονταν εύκολα μέσω ενός παράδρομου προς τη μεγάλη γέφυρα της γειτονιάς, οπότε δεν σημειωνόταν μεγάλο πρόβλημα στην κυκλοφορία από το γύρισμα). Πάνω από τις κανονικές πινακίδες κυκλοφορίας αυτών που δέχονταν να συμμετάσχουν, επικολλούνταν οι ψεύτικες ελβετικές: από κοντά το καταλάβαινες, ήταν ένα απλό πλαστικό αυτοκόλλητο που έδειχνε μεταλλικό — στην τηλεόραση θα φαίνονταν μόνο οι χαρακτηριστικοί κόκκινοι ελβετικοί σταυροί, και αυτό αρκούσε.

Δεν ρώτησα για ποιο λόγο δεν γυρίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή στη Ζυρίχη ή κάπου αλλού. Ίσως να είναι πιο φτηνά τα γυρίσματα στην Τσεχία, ή ίσως να υπήρχαν άλλοι λόγοι. Παρ' όλα αυτά, το μυστήριο είχε λυθεί.

Και τότε ξαφνικά, κάπου εκεί προς το τελευταίο αυτοκίνητο, κι ενώ ο ήλιος με τύφλωσε για λίγο, πήρα τον σκύλο μου —που ήθελε να μείνουμε γιατί τού είχε αρέσει όλο αυτό και δυσανασχέτησε— και φύγαμε. Δεν ήθελα να δω κι άλλο, και δεν είχε και σημασία. Έτσι κι αλλιώς, θα συνέβαινε πάλι το ίδιο πράγμα: «Action», μαρσάρισμα, κορναρίσματα, καταδίωξη, πυροβολισμός, πτώση, μεταλλικό στρίγκλισμα, «Cut». Και τα σαράντα αυτοκίνητα θα έκαναν πάλι, όλα μαζί, μισό μέτρο μπρος και μισό μέτρο πίσω.

Δεν έφυγα επειδή ήδη από ώρα είχα αρχίσει να σκέφτομαι πόσες τέτοιες ευκαιρίες έχουν χαθεί για την Ελλάδα. Ούτε επειδή θυμήθηκα συγκεκριμένες ταινίες με αμιγώς ελληνικό θέμα (μεγάλες αμερικανικές παραγωγές) που αναγκάστηκαν να κάνουν γυρίσματα σε άσχετες χώρες, επειδή «σε εμάς αυτά δεν γίνονται». Αυτά είναι πταίσματα για το Ελληνικό Φαινόμενο, για την ιδιαιτερότητά μας.

Έφυγα επειδή, με ένα συνειρμό που θα κάνατε και εσείς στη θέση μου, βλέποντας τα αυτοκίνητα εκείνα, και ειδικά το τελευταίο, σκέφτηκα ακριβώς, και αναπόφευκτα, την Ελλάδα. Σκέφτηκα εμάς. Σκέφτηκα εμένα και σένα. Σκέφτηκα αυτά που έχουμε γύρω μας. Αυτά που ζούμε. Και σκέφτηκα —πάντα το κάνω αυτό: όλοι μας το κάνουμε— και αυτά που έρχονται.

Σκέφτηκα —ίσως να έφταιγε και η ζέστη, είχε 30 βαθμούς— τον Αύγουστο, τότε που θα βγούμε από τη δανειακή σύμβαση: από τα Μνημόνια. Την πελώρια ανάγκη για χρηματοδότηση που θα έχουμε ξαφνικά, σαν παιδιά στη ζητιανιά. Την παρατεταμένη λιτότητα, τον πανάκριβο δανεισμό, τα χρόνια που χάθηκαν, τις μηδενικές μεταρρυθμίσεις, την υπερφορολόγηση και την κόντρα υπερφορολόγηση, την παντελή απουσία ξένων επενδύσεων, τη φυγή από τη χώρα και των τελευταίων που παλεύουν με νύχια και με δόντια ακόμη εκεί, «μπας και». Σκέφτηκα την οργή και το μίσος, το πρωτόγονο προεκλογικό κλίμα, τη λάσπη και τις φρικτές επιθέσεις, τις φωτιές που θα ανάψουν ήδη από την πρώτη νύχτα της πολιτικής αλλαγής κατακαίγοντας την Αθήνα, το λυσσασμένο κράτημα του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία, το αντάρτικο που θα απαιτήσει και που θα σκηνοθετήσει. Και το οριστικό πια γύρισμα της πλάτης από τους συμμάχους μας, τη Δύση, έτσι και δουν πως η αστάθεια, με όχημα την απλή αναλογική, προβάρει πάλι τα καλά της στην Ελλάδα.

Περίεργες σκέψεις για κάποιον που μόλις προ ολίγων λεπτών διασκέδαζε στα γυρίσματα ενός σίριαλ, θα πείτε, ναι; Συμφωνώ. Μα είχα δει μόλις, εκεί στο τελευταίο αυτοκίνητο, κάποιον γκριζομάλλη που μου έμοιαζε διαβολεμένα στη θέση του συνοδηγού —εγώ δεν ξέρω να οδηγώ— και μία κοπέλα που έμοιαζε στη γυναίκα μου να κάθεται στο τιμόνι. Γελούσαν, το χαίρονταν. Έπαιρναν αναπάντεχα μέρος στα γυρίσματα εκείνου του ανόητου σίριαλ αφήνοντας τις δουλειές τους, και τους φαινόταν όλο αυτό αστείο και, με τον τρόπο του, κάπως μαγικό.

Έφυγα —και σκέφτηκα όλα αυτά που σκέφτηκα— κυνηγημένος από την ανεμελιά τους. Από αυτό που μου λείπει.

Έφυγα από ζήλια.