Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Είναι προφανές ότι για μια εξαγωγική βιομηχανία εντάσεως κεφαλαίου, όπως ο Τιτάν, το κόστος κεφαλαίου είναι κρίσιμο κριτήριο. Καθώς αυτό επηρεάζεται αρνητικά λόγω του κινδύνου χώρας, η απόφαση απεμπλοκής ήταν απολύτως εύλογη και δικαιολογημένη.
Τα λόγια είναι του καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργου Παγουλάτου, που εξηγεί ότι εκτός από τον ευνοϊκότερο δανεισμό, στην πράξη η μεταφορά έδρας στο εξωτερικό βοηθά μια εταιρεία να αποδεσμευτεί από τον χαρακτηρισμό της ως "ελληνική" και να απαλλαγεί από ένα υψηλό country risk που συνεχίζει να υπάρχει και μετά τα μνημόνια.
Χαρακτηρίζει αδιανόητο, αλλά δυστυχώς πραγματικό, η ελληνική οικονομία να εμπνέει σήμερα μεγαλύτερη απαισιοδοξία ή ανησυχία από ό,τι το 2012, 2013, 2014 ή το 2015, και θεωρεί ότι αν μη τι άλλο πρέπει να προβληματίσει κυβέρνηση και πολιτικούς φορείς, το γεγονός ότι κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις, που άντεξαν στα χειρότερα της κρίσης, αποφασίζουν σήμερα τη μεταφορά της καταστατικής τους έδρας στο εξωτερικό.
Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, στο οποίο επιδρά αρνητικά ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να προσλαμβάνεται ως χώρα υψηλού κινδύνου, θεωρεί ότι επιβεβαιώθηκαν όσοι προειδοποιούσαν για λήψη πιστοληπτικής γραμμής μετά το 3ο μνημόνιο, και φοβάται τη δημιουργία ενός νέου σπιράλ αρνητικών προσδοκιών με δυναμική αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Μπορεί η διοίκηση του Τιτάνα να σκεφτόταν πολλά χρόνια την μεταφορά της έδρας του στο εξωτερικό, ωστόσο πήρε την απόφαση τώρα, δύο μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια, όπου θεωρητικά οι προοπτικές θα έπρεπε να βελτιώνονται. Τι μας λέει το τάιμινγκ της συγκεκριμένης απόφασης ως προς το country risk ;
Με την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, τον περασμένο Αύγουστο, υπήρχε η προσδοκία, από τους πιο αισιόδοξους παρατηρητές, ότι το προφίλ κινδύνου της χώρας θα βελτιωνόταν, με την αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης, και ότι η βελτίωση αυτή θα αποτυπωνόταν στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού.
Προσεκτικότεροι παρατηρητές βέβαια προειδοποιούσαν για τους κινδύνους, και συνιστούσαν την ασφάλεια μιας προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής. Φοβάμαι ότι δικαιώθηκαν. Η πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας από ορισμένους οίκους δεν συνοδεύθηκε από μείωση των επιτοκίων ομολόγων του Δημοσίου, αντίθετα το spread βαίνει αυξανόμενο.
Ο λόγος είναι ότι το περιβάλλον της Ευρωζώνης είναι γεμάτο κινδύνους (κυρίως αλλά όχι μόνο λόγω Ιταλίας) και η Ελλάδα υφίσταται κατεξοχήν τις επιπτώσεις της φυγής των επενδυτών από τους τίτλους της περιφέρειας, ακριβώς διότι συνεχίζει να προσλαμβάνεται ως κατεξοχήν ευπαθής οικονομία υψηλού κινδύνου. Αυτό μπορούσε να προβλεφθεί -άλλωστε πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, προειδοποιούσαν γι' αυτό.
Είναι προφανές ότι για μια εξαγωγική βιομηχανία εντάσεως κεφαλαίου, όπως ο Τιτάν, το κόστος κεφαλαίου είναι κρίσιμο κριτήριο. Καθώς αυτό επηρεάζεται αρνητικά λόγω του κινδύνου χώρας, η απόφαση απεμπλοκής ήταν απολύτως εύλογη και δικαιολογημένη.
Τέτοιου βεληνεκούς όμιλοι κάνουν προβολές για δεκαετίες μπροστά, αφού συνυπολογίσουν πληθώρα σεναρίων για το μακροοικονομικό περιβάλλον. Μήπως η κίνηση της Τιτάν στέλνει και ένα ευρύτερο μήνυμα όχι μόνο για τις βραχυπρόθεσμες αλλά και για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας ;
Θεωρώ ότι η εξασφάλιση της ευχερούς και ανταγωνιστικής πρόσβασης του Τιτάνα στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου είναι το κυριότερο κριτήριο, αλλά όχι και το μοναδικό.
Ασφαλώς η εκτίμηση του προσδοκώμενου ρυθμού ανάπτυξης της εγχώριας ζήτησης, και της οικονομίας γενικότερα, έχει ιδιαίτερη σημασία. Το σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, επηρεάζει αρνητικά τις αναπτυξιακές προοπτικές. Θα χρειαστεί γενναία προσέλκυση εγχώριων και κυρίως ξένων επενδύσεων και αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, για να αντιστραφούν οι αρνητικές προσδοκίες για τη χώρα.
Ο Τιτάν είναι μια βιομηχανία υπόδειγμα με τεράστιο εύρος εργασιών στο εξωτερικό, που θα συνεχίσει να είναι παρούσα στην Ελλάδα, να προσφέρει θέσεις εργασίας και να αποδίδει φόρους στην Ελλάδα.
Όμως θα πρέπει να προβληματιστούν πολιτικοί φορείς και κυβέρνηση, όταν κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις, που άντεξαν στα χειρότερα της κρίσης, αποφασίζουν σήμερα τη μεταφορά της καταστατικής τους έδρας στο εξωτερικό. Δεν είναι αποδεκτό η ελληνική οικονομία να εμπνέει σήμερα μεγαλύτερη απαισιοδοξία ή ανησυχία από ό,τι το 2012, 2013, 2014 ή 2015! Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι έτσι είναι.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ (Αύγουστος 2018), στην Ελλάδα το μέσο επιτόκιο π.χ. για ένα νέο δάνειο ύψους έως 1 εκατ. ευρώ είναι 5,75%, έναντι ενός μέσου όρου 2,03% στην Ευρωζώνη για αντίστοιχο ποσό. Όχι μόνο η ψαλίδα είναι υπερδιπλάσια, αλλά και όσο θα καθυστερεί η έξοδος του Δημοσίου στις αγορές, τόσο αυτή δεν θα ανοίγει κι άλλο σε βάρος του ελληνικού ιδιωτικού τομέα ;
Η ανοδική πορεία του επιτοκίου των κρατικών ομολόγων μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου υποδεικνύει αυξανόμενη αδυναμία πρόσβασης του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές.
Όλη η στρατηγική της «καθαρής εξόδου» είχε στηριχθεί στην προσδοκία ότι η ύπαρξη του «μαξιλαριού ρευστότητας» θα λειτουργούσε ως εγγύηση, προσελκύοντας ιδιώτες επενδυτές στα κρατικά ομόλογα. Αυτό δεν συνέβη.
Το γεγονός ότι η χώρα εξακολουθεί να προσλαμβάνεται ως υψηλού κινδύνου επιδρά αρνητικά και στο κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, και στην αξία των ελληνικών τίτλων συνολικά, όπως δείχνει η πτωτική πορεία του Χρηματιστηρίου. Ο κίνδυνος είναι η δημιουργία ενός νέου σπιράλ αρνητικών προσδοκιών με δυναμική αυτοεκπληρούμενης προφητείας, και επιτακτική ανάγκη η αποτροπή του.
Τι άλλα εμπόδια στο χρηματοοικονομικό σκέλος, έχει μια ελληνική εταιρεία με έδρα και παραγωγική βάση στην Ελλάδα σε σχέση με κάποια που μεταφέρει την έδρα της στο εξωτερικό, διατηρεί ελάχιστη παραγωγή εντός της χώρας, και εισάγεται ταυτόχρονα σε ξένα χρηματιστήρια ;
Το πρόβλημα της πρώτης εταιρείας είναι ότι συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως ελληνική. Η κατηγοριοποίηση της Ελλάδας ως αναδυόμενης αγοράς δεν βοηθά, καθώς πολύ περισσότεροι ξένοι θεσμικοί επενδυτές εμπιστεύονται τα μεγάλα χρηματιστήρια, ιδίως σε συγκυρίες υψηλών κινδύνων και αβεβαιότητας.
Η ελληνική κεφαλαιαγορά είναι ρηχή και χαμηλής ρευστότητας, περιορίζοντας τη δυνατότητα ενίσχυσης των όγκων διαπραγμάτευσης μιας μετοχής. Μια εταιρεία εντάσεως κεφαλαίου, που χρειάζεται πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, κατευθύνεται στο να μεταφέρει την έδρα της στο εξωτερικό, για να απαλλαγεί από τους περιορισμούς μιας αδύναμης εθνικής κεφαλαιαγοράς και ενός υψηλού country risk.
Ο μόνος τρόπος να ανακοπεί αυτή η τάση, που σημειωτέον πλήττει τους πραγματικούς πρωταθλητές επενδύσεων και εξαγωγών της ελληνικής παραγωγής, είναι η ελληνική οικονομία να μετατρέψει τον αρνητικό κύκλο σε ένα νέο ενάρετο κύκλο θετικών προσδοκιών. Αυτό απαιτεί πολλαπλές συντονισμένες παρεμβάσεις αναβάθμισης της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, και μια νέα σηματοδότηση κυβερνητικής αποφασιστικότητας και μεταρρυθμιστικής αξιοπιστίας.