Η Βουλή μπορεί να μας απογοητεύει για χίλιους δυο λόγους, διατηρεί όμως ένα χαρακτηριστικό ανεκτίμητο για τη δημοκρατία: παραμένει το μόνο forum όπου η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται δίκαια και οργανωμένα. Με βάση κανόνες που διασφαλίζουν την ισηγορία μεταξύ των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και τη διαφάνεια στη δράση της εκτελεστικής εξουσίας. Το τελευταίο προϋποθέτει, βέβαια, ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της αντιπολίτευσης είναι πλήρης· ότι καταλαμβάνει δηλαδή όλα τα πεδία της κυβερνητικής πολιτικής και ότι ο βουλευτής έχει πλήρη πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες. Οι εξαιρέσεις που καθιερώνουν απόρρητα πάσης φύσεως πρέπει να είναι ελάχιστες και πλήρως αιτιολογημένες.
Δυστυχώς, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη φαίνεται πως έχει λησμονήσει αυτόν τον θεμελιώδη κανόνα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο μεν υπουργός κ. Μιχ. Χρυσοχοϊδης προφανώς δηλώνει οπαδός της διαφάνειας, αφού αυτοσυστήνεται ως “σοσιαλδημοκράτης κεντρώος πολιτικός που υπηρετεί πολιτικές που οδηγούν στο δίκαιο και τη δικαιοσύνη”. Για να είμαστε μάλιστα δίκαιοι, έχει δώσει και ένα σοβαρό δείγμα γραφής, με την αλλαγή που εισήγαγε στην πειθαρχική διαδικασία των αστυνομικών υπαλλήλων. Ο αποφασιστικός ρόλος τον οποίο ανέθεσε στον Συνήγορο του Πολίτη αποτελεί μεγάλη μεταρρυθμιστική τομή υπέρ της διαφάνειας σε έναν τομέα όπου μέχρι σήμερα επικρατεί εντελώς η συγκάλυψη των ευθυνών και η αυθαιρεσία.
Φαίνεται όμως πως το παράδειγμα του επικεφαλής δεν εμπνέει το σύνολο της πολιτικής ιεραρχίας του Υπουργείου. Για παράδειγμα, σε δύο περιπτώσεις o Υφυπουργός κύριος Λευτ. Οικονόμου έχει αρνηθεί στην αντιπολίτευση την πρόσβαση σε πληροφορίες με τρόπο που προσβάλλει την ευαισθησία κάθε δημοκρατικού πολίτη.
Η πρώτη περίπτωση αφορά τη μελέτη που έχει εκπονηθεί με αντικείμενο τη μεταφορά των Φυλακών Κορυδαλλού. Στις επανειλημμένες αιτήσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, να αποκτήσουν πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, ο Υφυπουργός απαντά αρνητικά επικαλούμενος το απόρρητο με το επιχείρημα ότι τα έγγραφα περιλαμβάνουν, “μεταξύ άλλων, στοιχεία στρατιωτικών εγκαταστάσεων”. Εδώ εννοείται, προφανώς, το προ πολλών ετών εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο Ασπροπύργου, οι ρημαγμένες εγκαταστάσεις του οποίου δεν αποτελούν μυστικό για κανέναν, όχι πάντως για τις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Η άρνηση του Υφυπουργού, τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς τη λακωνικότητά της αποπνέει μια αυταρχική αντίληψη που αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης του Κοινοβουλίου.
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και για την ερώτηση που ως βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής κατέθεσα σχετικά με τη φύλαξη από την ΕΛ.ΑΣ. των “επίσημων και ευπαθών στόχων”. Πολλά χρόνια τώρα ακούμε ότι διατίθεται υπερβολικά μεγάλος αριθμός αστυνομικών για τη φύλαξη προσώπων, μεταξύ των οποίων απόμαχοι πολιτικοί, συνταξιούχοι δικαστικοί, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι κ.λπ..
Ουδείς είναι σε θέση να διαβεβαιώσει την κοινή γνώμη ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται είναι δίκαια και ότι το κράτος δεν σπαταλά ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για να φυλά πρόσωπα που είτε στην πραγματικότητα δεν κινδυνεύουν είτε έχουν την οικονομική δυνατότητα να φροντίσουν τα ίδια για τη φύλαξή τους. Με ποια λογική φυλάσσονται εξόδοις του φορολογούμενου και επ’αόριστον πάμπλουτοι επιχειρηματίες; Να σημειωθεί ότι κάθε αστυνομικός κοστίζει στον φορολογούμενο τουλάχιστον 28.000 ευρώ τον χρόνο και ότι κατ΄ελάχιστον η φύλαξη ενός προσώπου γίνεται σε δύο βάρδιες και απαιτεί συνολικά τέσσερα πρόσωπα (2x2). ‘Αρα, μίνιμουμ ετήσιο κόστος 112.000 ευρώ για κάθε φυλασσόμενο.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι αριθμοί, τόσο ως προς τα πρόσωπα όσο και ως προς την επιβάρυνση των φορολογουμένων, είναι κατά πολύ μεγαλύτεροι. Σε ποια σοβαρή χώρα συμβαίνουν αυτά και καλύπτονται από πλήρη αδιαφάνεια; Σε ποιά ευρωπαϊκή χώρα επικρατεί το καθεστώς να υπάρχουν αστυνομικοί που έχουν ταχθεί στη φύλαξη του ίδιου προσώπου επί δεκαπέντε έτη; Να μην υπάρχει ειδική υπηρεσιακή μονάδα, στελεχωμένη με τον απαιτούμενο υψηλό αριθμό αστυνομικών που να έχουν υποστεί ειδική μακροχρόνια εκπαίδευση και να εναλλάσσονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στη φύλαξη προσώπων;
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι κάθε νέος Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του, αρχίζει μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εξορθολογίσει την κατάσταση. ‘Ομως τα ορατά και αόρατα νήματα του πελατειακού κράτους κινητοποιούνται αμέσως, με αποτέλεσμα οι αστυνομικοί που στην αρχή της υπουργικής θητείας ανακαλούνται σε μάχιμες θέσεις είτε δεν αναλαμβάνουν καν τα νέα τους καθήκοντα είτε ως δια μαγείας επανέρχονται σε λίγες εβδομάδες σε θέση φύλαξης, συχνά μάλιστα του ιδίου προσώπου. Κάτι σαν μόνιμες ορντινάντσες δηλαδή.
Στην κοινοβουλευτική μου ερώτηση, ο κ. Υφυπουργός αρνήθηκε να δώσει οποιοδήποτε στοιχείο επικαλούμενος διατάξεις περί απορρήτου που αφορούν θέματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας! Επανήλθα με δεύτερη ερώτηση, στην οποία η απάντηση ήταν παρόμοια με αυτήν που έδωσε ο κ. Υφυπουργός στην περίπτωση των φυλακών Κορυδαλλού. ‘Ενα κατηγορηματικό όχι λόγω απορρήτου, χωρίς όμως αυτή τη φορά να γίνεται επίκληση κάποιας νόμιμης βάσης.
Αυτό που στην ουσία μας καλεί να αποδεχθούμε ο κύριος Οικονόμου είναι ότι οποιοδήποτε σοβαρό ζήτημα αφορά το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εκφεύγει του ελέγχου της Βουλής γιατί σε τελική ανάλυση άπτεται της εθνικής ασφάλειας. ‘Ομως μια τόσο διεσταλμένη έννοια της εθνικής ασφάλειας μόνο κατά τη διάρκεια του Απριλιανού καθεστώτος γνώρισε η Χώρα. Τότε, βέβαια, μας κυβερνούσαν οι συνταγματάρχες που επιδίωξαν να στρατιωτικοποιήσουν το σύνολο της δημόσιας ζωής. Σήμερα η στάση αυτή είναι απαράδεκτη και δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή. Ας το έχει υπόψη ο κατά τα λοιπά συμπαθής και μειλίχιος κύριος Οικονόμου την επόμενη φορά που θα προσέλθει στη Βουλή για να μας αποχαυνώσει απαγγέλλοντας λέξη προς λέξη τις προκατασκευασμένες αγορεύσεις του.