Της Σοφίας Αναγνωσταρά*
Υπάρχει ένα παλιό ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο το καζάνι της κολάσεως με τους Γερμανούς έχει κατασκευαστεί με 20 μέτρα ύψος για να αποτραπεί η απόδρασή τους, αλλά εκείνο με τους Έλληνες είναι μόλις 2 μέτρα. Η εξήγηση είναι ότι όποιος Έλληνας επιχειρήσει να βγει έξω τον τραβoύν οι άλλοι κάτω.
Θυμήθηκα το ανέκδοτο μετά τα ανεκδιήγητα που ακούστηκαν στη Βουλή για την υπόθεση του κου Δρανδάκη, του επιχειρηματία που με την εφαρμογή Beat διευκόλυνε τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων που χρησιμοποιούν ταξί και που προσεγγίστηκε μάλιστα για την τεχνογνωσία του από άλλα κράτη. Αυτός ο επιχειρηματίας λοιπόν στην ίδια του τη χώρα αντιμετωπίζεται ως εχθρός από έναν εκπρόσωπο της ΣΑΤΑ που δεν επιθυμεί να αλλάξει τίποτα στον χώρο των μεταφορών, και από έναν Υπουργό που αγνοεί τις στοιχειώδεις λειτουργίες της αγοράς.
Στη διαδικασία της Βουλής ο κος Δρανδάκης ουσιαστικά κλήθηκε να εξηγήσει πώς δουλεύει το χρηματοπιστωτικό σύστημα ανά τον κόσμο, καθώς το 25% των χρηστών του Beat κάνει χρήση πιστωτικών καρτών για την εξόφληση του οδηγού. Τι κι αν κόβονται τιμολόγια; Τι κι αν αποδίδονται Φ.Π.Α. και φόροι στην Ελλάδα; Για τον κύριο Λυμπερόπουλο αρκεί που η Beat έχει έδρα στο Λονδίνο ώστε να ωρύεται για φοροδιαφυγή και φορολογικούς παραδείσους.
Αν λάβουμε το κακό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο ο κος Λυμπερόπουλος στείλει τη Beat στα Τάρταρα, όπως φιλοδοξεί, η ιστορία θα καταγράψει κάτι ιδιαίτερα θλιβερό: ότι κάποτε στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε μια εφαρμογή που έδωσε στους πελάτες των ταξί τον ενεργητικό ρόλο της επιλογής, όπως κάνει κάποιος που επιλέγει γιατρό, λογιστή, νηπιαγωγό, οικιακή βοηθό κλπ βάσει μιας σειράς κριτηρίων. Η ιδέα άρεσε και υϊοθετήθηκε από άλλες χώρες. Και τελικά στη χώρα όπου πρωτοξεκίνησε, βρέθηκε μια κυβέρνηση που με διάφορα τερτίπια την απαγόρευσε. Το γιατί θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τον ιστορικό του μέλλοντος να το κατανοήσει, έστω και με πλήρη εικόνα της απόδοσης της σημερινής κυβέρνησης.
Το παράδειγμα της Beat δεν είναι φυσικά το μόνο, αλλά είναι ενδεικτικό του πόσο εχθρεύονται την επιχειρηματικότητα οι σημερινοί κυβερνώντες. Άραγε πιστεύει κανείς πως οι διεθνείς επενδυτές, τους οποίους κατά καιρούς προσκαλεί ο πρωθυπουργός να επενδύσουν στη χώρα μας, δεν τα βλέπουν αυτά; Αν εξοστρακίζεται ένας Έλληνας (έστω και με έδρα το Λονδίνο, άρα Έλληνας διεθνής επενδυτής), ποιο κίνητρο δημιουργείται στον κάθε μη Έλληνα διεθνή επενδυτή να ρισκάρει να συνδιαλέγεται με τον κάθε κύριο Σπίρτζη;
Η θεωρία ότι οι επενδύσεις θα σώσουν τη χώρα από την αδράνεια στην οποία έχει περιέλθει πρέπει να σταματήσει να είναι απλά μια θεωρία. Μέχρι η Νέα Δημοκρατία να γίνει κυβέρνηση, είναι ανάγκη μαζί με τη φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση να προστατεύσουν και να ενισχύσουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες και επενδύσεις από ανθρώπους που αντιδρούν νιώθοντας ότι απειλούνται τα κεκτημένα τους.
*Η κα Σοφία Αναγνωσταρά είναι μέλος του μητρώου στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.