Του Θανάση Θεοχαρόπουλου*
Η μείωση της ανεργίας πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα, γιατί αλλιώς κανένα από τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα δεν θα έχει κοινωνικά δίκαιη λύση. Η μείωσή της δεν μπορεί να έρθει με εντολές και εγκυκλίους, αλλά με μία πολιτική που θα δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις επενδύσεις. Χρειάζεται αρμονική συνύπαρξη και όχι σύγκρουση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Για να μειωθεί η ανεργία, χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και βαθιές τομές σε κάθε τομέα πολιτικής. Χρειάζεται ένα νέο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα δίνει προτεραιότητα σε τομείς και κλάδους όπου έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Με βάση το οποίο δεν θα υπάρχουν οριζόντια μέτρα, αλλά διαφοροποιημένη πολιτική. Στο σχέδιο αυτό ο μικρομεσαίος παραγωγικός ιστός έχει καθοριστικό ρόλο.
Σήμερα, δυστυχώς, χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαφανίζονται από τον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας και χάνονται θέσεις εργασίας. Οι υπόλοιπες παλεύουν ενάντια στην εξόντωση και τον αφανισμό τους. Διότι στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν, όπως είναι η αδυναμία εύρεσης χρηματοδότησης για επενδυτικές πρωτοβουλίες, ήρθε να προστεθεί και η άδικη φορολογική αντιμετώπισή τους και η επιβολή των τραπεζικών ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων.
Η ανάκαμψη όμως της οικονομίας είναι εφικτή μόνο αν πρωταγωνιστήσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις -η άλλοτε ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας-, καθώς είναι αυτές που θα αλλάξουν το κλίμα, προσελκύοντας στη συνέχεια και ξένες επενδύσεις. Επιβάλλεται λοιπόν γι' αυτό η άμεση και αποτελεσματική στήριξή τους και η επίλυση των προβλημάτων τους. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη να θεσπιστεί ένα δίκαιο, σταθερό και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα, που θα παρέχει φορολογικά κίνητρα σε επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό ακούσαμε από τον υπουργό κ. Αλεξιάδη να λέει το εξής καταπληκτικό πως «τελείωσαν τα άσχημα, έρχονται τα χειρότερα» και τον υφυπουργό κ. Μάρδα να καλεί τους πρόσφυγες να γίνουν οι επενδυτές. Ας σοβαρευτούν επιτέλους, έχει και ο κατήφορος όρια.
Εδώ και τώρα πρέπει να σταματήσει η κυβερνητική μανία εξαγγελίας υψηλών συντελεστών φορολογίας, που αγνοεί πλήρως την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας της πλειονότητας των πολιτών. Διότι η διατήρηση του καθεστώτος υπερφορολόγησης, σε συνδυασμό με τη λιτότητα, τους αδύναμους εισπρακτικούς μηχανισμούς και την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, οδηγεί αναπόφευκτα, και με μαθηματική ακρίβεια, στην απόλυτη αποτυχία. Από την άλλη όμως πρέπει να εγκαταλειφθούν και οι ανέξοδες υποσχέσεις που αναδεικνύουν αδιαφορία για την αναπλήρωση του δημοσιονομικού κενού. Σε αντίθεση με τις παραδόσεις, πρέπει να συμφωνηθεί ένα «πάγωμα» στις όποιες αλλαγές που σχετίζονται με τη φορολογία των επιχειρήσεων και όλη η μαχητικότητα να διοχετευθεί στο κυνήγι της σημερινής φοροδιαφυγής. Τόσο της μεγάλης, όσο και της μικρής αλλά εκτεταμένης.
Η δε διαχείριση του ασφαλιστικού δείχνει ξεκάθαρα πως η κυβέρνηση δεν έχει διαμορφώσει ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα αποβάλει παθογένειες. Κι αυτό υποδεικνύει ατολμία κι έλλειψη οράματος, αποδεικνύει αδυναμία να συγκρουστεί με συμφέροντα και πελατειακές λογικές. Η κυβέρνηση απορρίπτει χωρίς συζήτηση όποιες λύσεις οδηγούν σε εξορθολογισμό του συστήματος και αναζητά μαγικά σωσίβια. Ένα κοινωνικά αποδεκτό και βιώσιμο σύστημα όμως θα πρέπει να έχει τρία χαρακτηριστικά. Να είναι κοινωνικά δίκαιο, να είναι οικονομικά ορθολογικό και να έχει μακρά προοπτική. Η κυβέρνηση ένα χρόνο τώρα δεν κάνει τίποτα για τις τρεις αυτές παραμέτρους.
Αντίθετα η πρότασή της για την αύξηση των εισφορών, τη μείωση των κύριων συντάξεων όσων δεν έχουν βγει στη σύνταξη και την οριζόντια μείωση επικουρικών συντάξεων είναι κοινωνικά άδικη, οικονομικά αναποτελεσματική και επιτείνει το πρόβλημα. Ο προοδευτικός χώρος όμως δεν μπορεί να αντιμετωπίζει την κρίση του ασφαλιστικού με αρνητισμό και υπεκφυγή. Απαιτείται μία δίκαιη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με ρυθμίσεις όπως: περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, αναλογική μείωση των πρόωρων συντάξεων, εξορθολογισμό του συστήματος, επανεξέταση προνομιακών ρυθμίσεων, καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής. Η αύξηση της απασχόλησης αλλά και το πολύ ευρύτερο θέμα του συνδυασμού του αναδιανεμητικού με το κεφαλοποιητικό σύστημα αποτελούν πτυχές μιας συνολικής προοδευτικής πρότασης.
Τώρα είναι η ώρα για τις γενναίες προοδευτικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος. Η χώρα βρίσκεται στο και πέντε, ή θα γίνουν τώρα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή αλλιώς οι συνέπειες θα είναι επώδυνες για την οικονομία και την κοινωνία. Αυτές οι προτάσεις και οι υπεύθυνες λύσεις είναι ο μόνος δρόμος άρσης του αδιεξόδου και είναι ευθύνη μας να τις προωθήσουμε.
* Ο κ. Θανάσης Θεοχαρόπουλος είναι πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.