Του Θοδωρή Σκυλακάκη*
Στην πολιτική οφείλουμε να μετράμε σωστά, γιατί χωρίς σωστό μέτρημα καμία πολιτική δεν αποδίδει. Οφείλουμε επίσης να σκεφτόμαστε τον άνθρωπο καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα χρήματα που ξοδεύουμε είναι των φορολογουμένων. Επομένως, είμαστε υποχρεωμένοι να ενεργούμε με σεβασμό προς τον κάθε φορολογούμενο, αποτελεσματικότητα και ευθύνη.
Ο τρόπος με τον οποίο εκτέλεσε τους προϋπολογισμούς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είτε γιατί δεν μπορούσε είτε γιατί δεν ήθελε να μετρήσει σωστά οδήγησε σε πρόσθετα -σε σχέση με τις απαιτήσεις των δανειστών- μέτρα λιτότητας που στραγγάλισαν την ανάπτυξη, την απασχόληση και τις επενδύσεις. Πώς έγινε αυτό;
Οι στόχοι για τα πλεονάσματα που είχαν επιβάλει οι δανειστές στην ελληνική κυβέρνηση ήταν 0,5% του ΑΕΠ για το 2016, 1,75% για το 2017 και 3,5% για το 2018. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αφού μοίρασε τα πάσης φύσεως επιδόματα «κατάφερε» να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ το 2016, 4,2% το 2017 και 4,3% το 2018. Η απόκλιση έναντι του στόχου (υπερπλεόνασμα) διαμορφώθηκε (κατά προσέγγιση λόγω των αναθεωρήσεων του ΑΕΠ) στα 5,7 δισ. ευρώ το 2016, στα 4,4 δισ. ευρώ το 2017 και στα 1,5 δισ. ευρώ το 2018.
Αθροιστικά, λοιπόν, τα υπερπλεονάσματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ άγγιξαν τα 11,6 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι επιβλήθηκαν κατά μέσο όρο επιπρόσθετοι από το απαιτούμενο φόροι άνω των 3,8 δισ. ευρώ ετησίως. Ο Κεϊνσιανός κ. Τσακαλώτος εφάρμοσε μια πολιτική συρρίκνωσης της ενεργού ζήτησης -που η οικονομική πολιτική απαιτεί όταν έχεις υπερθέρμανση της οικονομίας, πληθωριστικές πιέσεις και πλήρη απασχόληση- σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε αποπληθωρισμό, αποεπένδυση, τεράστια ανεργία και μνημονιακή λιτότητα.
Όπως ήταν φυσικό οι πρόσθετοι αυτοί φόροι αφαίρεσαν πόρους από την πραγματική οικονομία, επιδείνωσαν τις συνθήκες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και έπνιξαν την ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να στραβώσει και το περίφημο «ελατήριο» που δημιουργείται σε κάθε οικονομία που βγαίνει από μεγάλη κρίση, υπάρχει ασφαλώς και στην Ελλάδα και θα είχε ενεργοποιηθεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολουθούσε πολιτική υπερφορολόγησης και υπερλιτότητας.
Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε τους ακριβείς ρυθμούς ανάπτυξης που θα μπορούσε να επιτύχει η ελληνική οικονομία, ωστόσο έχει τη σημασία του να υπενθυμίσουμε ότι πριν ανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η Κομισιόν προέβλεπε ανάπτυξη 2,9% για το 2015 και 3,7% για το 2016. Τελικά, το ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε και το 2015 και το 2016, ενώ και στη συνέχεια οι προβλέψεις της εξέλιξης της οικονομίας που έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προσέγγισαν καν αυτούς τους ρυθμούς.
Αυτό που με βεβαιότητα γνωρίζουμε πάντως είναι ότι χάθηκαν από την οικονομία 11,6 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από 6% του ΑΕΠ. Δεν χάθηκαν γιατί ήταν «απαραίτητο», αλλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε στην ουσία δύο παράλληλα και καταστροφικά μνημόνια. Ενα των δανειστών, το οποίο ήταν αποτέλεσμα της περήφανης διαπραγμάτευσης του α' εξαμήνου του 2015 και ένα επιπρόσθετο «μνημόνιο υπερλιτότητας» που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε μέσω της τακτικής των υπερπλεονασμάτων.
Το υπερβολικό βάρος των δύο μνημονίων είχε πολλές αρνητικές και κρίσιμες για τη συνέχεια επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Εδιωξε επιχειρήσεις, έδιωξε επενδύσεις, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που αναζήτησαν
ένα καλύτερο περιβάλλον στο εξωτερικό. Η μεγάλη διαφορά της κυβερνητικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι επιδιώκει αντί για υπερπλεονάσματα να εκπληρώνει τους στόχους χωρίς την αχρείαστη υπερλιτότητα. Πρόκειται για εντελώς διαφορετική πολιτική κατεύθυνση. Εμείς στοχεύουμε στη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, στη μείωση των φόρων και των εισφορών, στον περιορισμό της
ανεργίας, αλλά και στην εφαρμογή μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής με αυστηρά κοστολογημένα μέτρα. Με μια κυβέρνηση που να προχωρά τις μεταρρυθμίσεις και να μετράει σωστά μπορούμε να έχουμε μια οικονομία που να παράγει περισσότερο και να φορολογεί λιγότερο.
* Ο κ. Θοδωρής Σκυλακάκης είναι υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 13 Σεπτεμβρίου