Υπάρχει ζωή δίχως μνημόνια;

Υπάρχει ζωή δίχως μνημόνια;

Του Δημήτρη Χριστοδουλάκη*

Όταν ήμουν φοιτητής, για να εξασφαλίσω το χαρτζιλίκι μου, πήγαινα τα καλοκαίρια και δούλευα ως «A de faire», όπως λένε οι Γάλλοι, σε ένα Ελληνικό εργοστάσιο που παρασκεύαζε μηχανές για παπούτσια και τις προμήθευε σε άλλα ελληνικά και ξένα εργοστάσια που κατασκεύαζαν με τη σειρά τους παπούτσια. Πράγματι, την δεκαετία του 80, υπήρχαν και τέτοια εργοστάσια στην Ελλάδα.

Έχοντας λοιπόν αυτόν τον ψαρωτικό εργασιακό τίτλο, του «A de faire», ή Ελληνιστή: «Άντε φέρε», δηλαδή του παιδιού για όλες τις δουλειές, είχα εξασφαλίσει την εύνοια του τορναδόρου ο οποίος μου είχε υποσχεθεί πως θα μου μάθει την δουλειά. Βέβαια, για να προστατέψει τη θέση του, φρόντιζε να μου δείχνει, τόσο – όσο. Να μου δείχνει με λίγα λόγια, εκείνες τις λεπτομέρειες της χρήσης του τόρνου, που ποτέ από μόνες τους δεν θα ήταν ικανές για να συνθέσουν το παζλ που λέγεται τέχνη του τόρνου και να με προβιβάσουν σε πραγματικό τορναδόρο.

Καθόμουν λοιπόν κι εγώ, δίπλα στον μαστροθανάση και συνοφρύωνα τα φρύδια χαϊδεύοντας με το χέρι το πιγούνι μου και παίρνοντας ύφος σοβαρό, για να δείχνω πως κατανοώ εκείνα τα μπερδεμένα πράγματα που έτσι κι αλλιώς κι ο ίδιος ο κυρ Θανάσης φρόντιζε να μπουρδουκλώσει ακόμα περισσότερο.

Μία τέτοια αίσθηση έχω όταν βλέπω στις τηλεοράσεις, τους βουλευτές του Ελληνικού κοινοβουλίου, να μιλούν με ύφος σοβαρό και φρύδια συνοφρυωμένα, για το τέταρτο μνημόνιο και την προθυμία των μεν να το ψηφίσουν και την αντίσταση των δε, στην επικείμενη επιβολή του. Για κάποιο λόγο, έχω την εντύπωση πως το 90% των βουλευτών μας, γνωρίζει την ουσία των μνημονίων, τόσο – όσο κι εγώ, παρόλη την εκπαίδευση μου, γνωρίζω για τα μυστικά του τόρνου.

Επιστρατεύοντας λοιπόν μία τέχνη που και την σπούδασα αλλά και την εφαρμόζω στην ζωή μου, παρότι δεν την εξασκώ στα σχολεία, εκείνη του Μαθηματικού, θα προσπαθήσω με μαθηματική λογική, να σας αποδείξω πως μία σοβαρή Ελληνική κυβέρνηση, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να υπογράψει μνημόνιο, τώρα ή στο μέλλον και μάλιστα οι δανειστές μας, όχι απλά θα συναινούσαν σε κάτι τέτοιο αλλά θα μας έδιναν και τα συγχαρητήρια τους που δεν υπογράφουμε μνημόνια για να πάρουμε δανεικά.

Ακούγεται τρελό;

Για να δούμε αν είναι…

Καταρχάς, πριν σπεύσουμε να σκίσουμε τα μνημόνια, πρέπει πρώτα να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τί είναι αυτό που ονομάζουμε μνημόνιο. Όπως λένε και οι μαθηματικοί δηλαδή, πριν βιαστείς να λύσεις μία άσκηση, ξόδεψε λίγο χρόνο για να κατανοήσεις τί ακριβώς ζητάει αυτή η άσκηση.

Τα μνημόνια, είναι συμφωνίες που υπογράφονται μεταξύ του Ελληνικού κράτους και των εκπροσώπων των δανειστών μας. Αφορούν μία σειρά μέτρων που θα πρέπει το κράτος να θεσμοθετήσει και να εφαρμόσει. Έτσι θα εξασφαλίσει στους δανειστές ότι θα καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια που χρειάζονται ώστε να μπορέσει στο μέλλον να αποπληρώσει το χρέος του δανείου που συνδέεται με τα μνημόνια αυτά. Γιατί στο τέλος της ημέρας, το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει τους δανειστές μας, είναι να βεβαιωθούν ότι θα τους επιστραφούν τα δανεικά, μαζί με τον όποιο προσυμφωνημένο τόκο.

Το πρώτο μνημόνιο, απέτυχε γιατί η τότε κυβέρνηση, δεν κατάφερε να πείσει τους δανειστές μας, ότι μπορεί να εφαρμόσει τα μέτρα που είχαν συμφωνήσει και περιλαμβάνονταν στο μνημόνιο εκείνο. Το δεύτερο μνημόνιο απέτυχε γιατί η κυβέρνηση και πάλι, δεν κατάφερε να εφαρμόσει όλες τις θεσμοθετημένες διαρθρωτικές αλλαγές που περιελάμβανε το μνημόνιο, με αποτέλεσμα οι δανειστές να μας ζητήσουν να θεσμοθετήσουμε επιπλέον μέτρα, (εκείνα του email Χαρδούβελη), έτσι ώστε να κλείσει η τελευταία αξιολόγηση και να ολοκληρώσει τον κύκλο του το δεύτερο μνημόνιο.

Το τρίτο μνημόνιο οδηγείται και αυτό σε αποτυχία, όχι γιατί οι δανειστές είναι ανάλγητοι αλλά γιατί το Ελληνικό κράτος, δεν έχει καταφέρει και πάλι να ολοκληρώσει εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές που συμφώνησε και συνυπέγραψε με τους δανειστές του, αλλά και επικύρωσε στην Ελληνική βουλή, προκειμένου να πάρει το νέο δάνειο. Μάλιστα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δήλωνε πρόσφατα ότι «ολοκληρώσαμε μόνον το 1/3 των προαπαιτούμενων».

Πώς είναι δυνατό να πείσουμε τους δανειστές μας ότι θα τους επιστρέψουμε τα δανεικά, εάν εμείς οι ίδιοι παραδεχόμαστε πως δεν έχουμε ολοκληρώσει το 100% της συμφωνίας που υπογράψαμε για να πάρουμε τα δανεικά;

Τρία μνημόνια έχουν αποτύχει, επειδή η Ελλάδα απέτυχε να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που περιελάμβαναν αυτά τα μνημόνια και περιέργως με σχετική ευκολία, τις είχε επικυρώσει μέσω ψηφοφορίας και τις τρεις φορές στην Βουλή των Ελλήνων.

Φαίνεται λοιπόν πως ενώ είμαστε καλοί στις υποσχέσεις καθώς και την θεσμοθέτηση των υποσχέσεων στην βουλή, δεν είμαστε καθόλου καλοί στην υλοποίηση αυτών των υποσχέσεων.

Και μετά μας φταίει ο Schaeuble…

Ένας άλλος μύθος που η λογική μου και πάλι αρνείται να κατανοήσει, είναι εκείνος της αέναης διαπραγμάτευσης. Επτά χρόνια τώρα η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, μαλώνουν για την πορεία της διαπραγμάτευσης διεκδικώντας τον τίτλο του καλύτερου διαπραγματευτή σε αυτή την διαρκή διαπραγμάτευση με τους δανειστές.

Εγώ όμως ξέρω πως η διαπραγμάτευση ξεκινά με το αίτημα της Ελλάδας για νέο δάνειο και ολοκληρώνεται, επαναλαμβάνω ολοκληρώνεται, με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου που την συνοδεύει.

Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει τίποτε άλλο να διαπραγματευτεί κανείς. Το μόνο που έχει να κάνει το Ελληνικό κράτος, είναι να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που πήρε βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στη σχετική συμφωνία.

Δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα τρία μνημόνια, η πρόβλεψη να έχει το δικαίωμα ο δανειζόμενος, να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους της συμφωνίας. Μάλιστα οι δανειστές, μας επιβάλουν κάθε φορά, να βγει ο πρωθυπουργός μας στις τηλεοράσεις και να δηλώσει απερίφραστα ότι η Ελλάδα δεσμεύεται να υλοποιήσει το σύνολο της συμφωνίας που υπέγραψε, στους χρόνους που συμφώνησε.

Επτά χρόνια τώρα και ακόμα δεν έχω καταλάβει τί ακριβώς είναι εκείνο που διαπραγματεύεται ο εκάστοτε υπουργός οικονομικών σε αυτά τα Eurogroup που πηγαίνει. Δεν καταλαβαίνω για παράδειγμα, τί διαπραγμάτευση χωράει στην δέσμευση του Ελληνικού λαού, να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία των δεκατεσσάρων περιφερειακών αεροδρομίων, σε χέρια ιδιωτών, εντός προκαθορισμένου χρονικού ορίζοντα. Δεν καταλαβαίνω επίσης τί διαπραγμάτευση χωράει στην υπογεγραμμένη από τον Έλληνα πρωθυπουργό και συνοδευόμενη από τον Λόγο της Τιμής των Ελλήνων πολιτών, (που επικυρώνει πάντοτε την πρωθυπουργική υπογραφή), η δέσμευση για μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού σε χέρια ιδιωτών.

Θέλουμε δηλαδή διαρκώς να αλλάζουμε τις δεσμεύσεις που υπογράφουμε ως Ελληνικό κράτος με τους δανειστές μας; Επτά χρόνια τώρα αυτό κάνουμε; Είμαστε μπαταξήδες; Ή όπως ορθά το έθεσε η κυρία Θεανώ Φωτίου: «Απατεώνες είμαστε»;

Από την στιγμή που σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας μας, μιλά εδώ και επτά χρόνια για αυτή την συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση, τότε όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί μας, θα πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους απατεώνες. Ή για να το θέσω καλύτερα μικρολωποδύτες…

Εμείς ο λαός, είμαστε θύματα ή θύτες; Πότε σταματά η αυταπάτη και ξεκινά η εξαπάτηση; Μήπως μας αρέσουν τα παραμύθια περισσότερο από τις αλήθειες;

Μία σοβαρή κυβέρνηση, θα έπρεπε πρώτα από όλα να εξασφαλίσει ότι θα τιμήσει την υπογραφή της ή την υπογραφή της προκατόχου κυβέρνησης, γιατί το κράτος έχει συνέχεια και οφείλει να έχει και συνέπεια λόγου και έργων. Και μιας και μιλώ για σοβαρή κυβέρνηση, θα πρέπει να αναφερθώ και στην σοβαρότητα του λαού που επιλέγει τις κυβερνήσεις του. Το 2012, ο Έλλην λαός επέλεξε δια της ψήφου του, τον Αντώνη Σαμαρά, να ηγηθεί κυβέρνησης η οποία θα υπέγραφε και θα εφάρμοζε το δεύτερο μνημόνιο. Δυόμισι χρόνια μετά, ο ίδιος λαός, επέλεξε τον Αλέξη Τσίπρα, για να ηγηθεί της κυβέρνησης που θα έσκιζε το μνημόνιο. Θα αθετούσε δηλαδή την δέσμευση των Ελλήνων για τήρηση της συμφωνίας που υπογράψαμε δυόμισι χρόνια πριν. Γιατί η υπογραφή του Σαμαρά στο δεύτερο μνημόνιο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τρεις γρατζουνιές μελάνης, οι οποίες όμως έπαιρναν αξία από την εγγύηση που τους έδωσε ο Λόγος της Τιμής του Ελληνικού λαού. Δεν ήταν ο Τσίπρας δηλαδή απατεώνας. Ο Τσίπρας ήταν ο διεκπεραιωτής της εξαπάτησης που επιχείρησε ο Ελληνικός λαός απέναντι στους λαούς της υπόλοιπης Ευρώπης.

Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει λοιπόν μία έντιμη κυβέρνηση, θα ήταν να φροντίσει να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνει το μνημόνιο που υπέγραψε ο λαός μας και συνοδεύει το δάνειο που αιτήθηκε και εξασφάλισε. Αυτό έκαναν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος και βγήκαν από τα μνημόνια. Στη συνέχεια και εάν δει πως το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να αυτοσυντηρείται αποπληρώνοντας συγχρόνως τα δανεικά, θα πρέπει να θεσμοθετήσει το ίδιο το κράτος εκείνα τα μέτρα που κρίνει ως απαραίτητα για να πετύχει την σύναψη ενός νέου δανείου.

Δεν χρειάζεται να πάμε ξανά στους Ευρωπαίους και να τους παρακαλάμε σαν τους ζητιάνους για δανεικά, δίνοντας τους το δικαίωμα να μας κουνούν το δάχτυλο και να μας επιβάλουν μνημόνια μέτρων που εκείνοι κρίνουν ως απαραίτητα για να εξασφαλίσουν την επιστροφή των δανεικών τους.

Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει με δική της πρωτοβουλία, να φέρει στην βουλή μία σειρά μέτρων τα οποία θα εξασφαλίζουν την βιωσιμότητα του κράτους. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι ιδιοκτησία και επιλογή του Ελληνικού κράτους και μόνο αυτού. Δεν είναι ανάγκη να σχετίζονται με τα μνημόνια. Πιθανότατα να είναι και σκληρότερα. Στη συνέχεια, αν κρίνει ότι χρειαζόμαστε κάποια βοήθεια, θα πρέπει να πάει στους ευρωπαίους εταίρους μας και να τους πει: «Κύριοι, εμείς αυτά ψηφίσαμε και αυτά ταχύτατα υλοποιούμε. Εάν είναι σκληρά ή όχι, θα το κρίνει ο Ελληνικός λαός που θα κληθεί να τα εφαρμόσει. Εμείς θέλουμε να σας ζητήσουμε αυτή την βοήθεια και δεσμευόμαστε πως τα μέτρα που ήδη υλοποιούμε, θα εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων σας».

Σε μία τέτοια περίπτωση, ποιός ευρωπαίος ηγέτης θα μας αρνηθεί την υποστήριξη;

Κανένας είναι η απάντηση. Στην Ευρώπη υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των λαών. Μπορεί να μην είναι πλήρης, αλλά είναι ισχυρή. Όταν η κουμουνιστές, οι ασιάτες οι ρώσοι, οι άραβες και οι λατινοαμερικάνοι αρνήθηκαν να μας βοηθήσουν, οι Ευρωπαίοι δανείστηκαν χρήματα για να τα δανείσουν σε εμάς. Αυτή είναι μία αλήθεια που όσο και να μας πληγώνει, δεν μπορούμε να αρνηθούμε.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση κρίσης.

Φαντάζεστε ένα Έλληνα ηγέτη που θα έβγαινε στο μπαλκόνι και θα ανακοίνωνε στον Ελληνικό λαό πως εάν γίνει πρωθυπουργός, θα θεσμοθετήσει άμεσα και θα υλοποιήσει πάραυτα, μία δέσμη μεταρρυθμίσεων, που δεν περιλαμβάνονται στα μνημόνια, υπερβαίνουν τα μνημόνια και ίσως για κάποιες ομάδες πληθυσμού να είναι και σκληρότερες από τα μνημόνια αλλά είναι αναγκαίες για την επιβίωση του έθνους;

Φαντάζεστε έναν Έλληνα ηγέτη που θα είχε το θάρρος να πει στον Ελληνικό λαό ότι δεν έχει ανάγκη να φορτώσει την ευθύνη επιβολής απαραίτητων αλλά σκληρών μέτρων για να σωθεί η χώρα, στους Ευρωπαίους εταίρους μας αλλά λαμβάνει ο ίδιος την απόλυτη ευθύνη των επιλογών του;

Πού τέτοια τύχη…

* Ο κ. Δημήτρης Χριστοδουλάκης είναι Μαθηματικός, MSc Information Systems.