Το φόβο ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος βγαίνοντας από το μνημόνιο, να πέσουμε πάνω σε μια «τέλεια καταιγίδα», εκφράζει στο Liberal ο Σαράντης Καλυβίτης, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και εξηγεί ότι σε περίπτωση επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος τους επόμενους μήνες, ο δημοσιονομικός «κουμπαράς» που έχει δημιουργηθεί μέσω της υπερκάλυψης των στόχων και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα «δίχτυ ασφαλείας», δεν θα μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για εμάς, πέρα από ένα πολύ βραχυχρόνιο διάστημα. Πολλώ δε μάλλον όταν η Ελλάδα δεν έχει δώσει την εντύπωση οικονομίας που απογειώνεται με ρυθμούς ανάπτυξης 4% ή έστω 3% το χρόνο.
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην Ιταλία, επισημαίνει ότι οι αγορές δεν έχουν ακόμη ενσωματώσει τον κίνδυνο. Και σημειώνει πόσο επιτακτικό είναι η νέα κυβέρνηση να δώσει γρήγορα το στίγμα της, καθώς αν αναλωθεί σε σκιαμαχία με τις αγορές θέλοντας στο τέλος της ημέρας να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, θα αντιμετωπίσει σύντομα το οδυνηρό μείγμα της αύξησης των επιτοκίων και της εγκατάλειψης των υποσχέσεων της για αυξήσεις σε συντάξεις και επιδόματα. «Σε αυτές τις περιπτώσεις, η άνοδος δεν θα είναι "ομαλή", με την έννοια της ανόδου του spread με σταθερό και, κατά κάποιο τρόπο, "ελεγχόμενο" ρυθμό, αλλά θα έχει το χαρακτηριστικό της εκρηκτικής κορύφωσης», σημειώνει ο κ. Καλυβίτης.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Τα ξένα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η Ιταλία συνιστά κίνδυνο για την Ευρώπη πληθαίνουν, ενώ οι αγορές παραμένουν νευρικές. Είναι ορατός ο κίνδυνος σύγκρουσης Ρώμης- ΕΕ;
Οι αγορές θέλουν να ξέρουν με ποιον έχουν να κάνουν. Όσο γρηγορότερα δώσει το στίγμα της η νέα ιταλική κυβέρνηση, τόσο το καλύτερο για όλους.
Αν η νέα κυβέρνηση αναλωθεί σε σκιαμαχία με τις αγορές θέλοντας στο τέλος της ημέρας να παραμείνει στο ευρώ, θα αντιμετωπίσει σύντομα το οδυνηρό μείγμα της αύξησης των επιτοκίων και της εγκατάλειψης των υποσχέσεων της για αυξήσεις στις συντάξεις και στα επιδόματα.
Η πρόταση για «παράλληλο νόμισμα» που αιωρείται ασφαλώς δεν είναι προς την κατεύθυνση της σύνεσης. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να ανακοινώσει τι θα κάνει, γιατί η αβεβαιότητα είναι το χειρότερο οικονομικό περιβάλλον –σε οποιοδήποτε νομισματικό ή δημοσιονομικό πλαίσιο.
- Εκτιμάτε ότι οι αγορές έχουν ενσωματώσει πλήρως τον κίνδυνο ή είναι θέμα χρόνου να δούμε και νέα άνοδο στα ιταλικά, άρα και στα ελληνικά spreads;
Όχι, δεν έχει ενσωματωθεί ο κίνδυνος. Το spread είναι περίπου στα επίπεδα των προηγούμενων μηνών. Επομένως, αν δεν ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της η νέα κυβέρνηση, είναι πιθανόν να εμφανιστεί άνοδος το επόμενο διάστημα.
Μάλιστα, ένα χαρακτηριστικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι η άνοδος δεν θα είναι «ομαλή», με την έννοια της ανόδου του spread με σταθερό και, κατά κάποιο τρόπο, «ελεγχόμενο» ρυθμό, αλλά θα έχει το χαρακτηριστικό της εκρηκτικής κορύφωσης.
Τέτοιες απότομες αυξήσεις των επιτοκίων είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτούν με συμβατικά μέτρα (για παράδειγμα, δηλώσεις εφησυχασμού από την Κεντρική Τράπεζα ή την πολιτική κλπ) και συνεπάγονται δύσκολα μέτρα με αμφίβολο αποτέλεσμα.
Γι' αυτό και είναι σημαντικό να αποφευχθεί μια τέτοια κατάσταση το συντομότερο δυνατό, εφόσον δεν είναι στις προθέσεις της νέας κυβέρνησης να εγκαταλείψει το ευρώ.
- Στο παρά πέντε πάντως της εξόδου της Ελλάδας από το μνημόνιο, το διεθνές περιβάλλον εισέρχεται σε μια άλλη εποχή από εκείνη του 2015-2017. Χάσαμε όπως φαίνεται μια "χρυσή εποχή", καθώς το φθηνό χρήμα τελειώνει, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη αυξάνεται, η Ιταλία προκαλεί νευρικότητα, η αβεβαιότητα στη Μ.Ανατολή ανεβαίνει, και μαζί της, και οι τιμές του πετρελαίου. Εφόσον οι συνθήκες δεν αλλάξουν, τι λογαριασμό μπορεί να πληρώσουμε μετά τον Αύγουστο;
Δυστυχώς, υπάρχει ο κίνδυνος να πέσουμε σε μια «τέλεια καταιγίδα». Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον (αφήνοντας δηλαδή το μεταναστευτικό έξω από την εικόνα) ήταν απρόσμενα ευνοϊκό τα τελευταία χρόνια.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δημοσιονομικός «κουμπαράς» που έχει δημιουργηθεί μέσω της υπερκάλυψης των στόχων και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα «δίχτυ ασφαλείας» δεν θα μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά, πέρα από ένα πολύ βραχυχρόνιο διάστημα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η επίτευξη των στόχων έγινε με αναπτυξιακό κόστος και η Ελλάδα δεν έχει δώσει την εντύπωση ότι «απογειώνεται» με ρυθμούς ανάπτυξης 4% ή έστω 3% το χρόνο.
- Τι είναι πιο επικίνδυνα για εμάς; Τα παραπάνω ή να επιβεβαιωθούν τα σενάρια που θέλουν οι εταίροι και δανειστές μας, να κλωτσήσουν για ακόμη μια φορά το τενεκεδάκι του χρέους παρακάτω, καταλήγοντας σε μια μεσοβέζικη λύση, που θα έχει ως αποτέλεσμα να μην συμμετάσχει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, και δεν θα πείσει τις αγορές;
Δεν θεωρώ το ζήτημα του ύψους του χρέους καθοριστικό. Φυσικά είναι καλύτερο να χρωστάς λιγότερα σε σχέση με περισσότερα.
Όμως το ζητούμενο στις διεθνείς χρηματαγορές είναι να μπορεί μια χώρα να εξυπηρετεί το χρέος της, όχι να το αποπληρώσει. Αν εμφανιστεί ένα πειστικό σχέδιο με χαμηλά επιτόκια και μακροχρόνια ορίζοντα, μπορεί –σε συνδυασμό με την εμφάνιση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης- να δείξει στις αγορές ότι τα λεφτά που επενδύουν στην Ελλάδα θα τα πάρουν πίσω με καλές αποδόσεις.
- Εφόσον οι συνθήκες στις αγορές χειροτερέψουν, δεν θα ήταν ευχής έργον, να είχαμε στη διάθεσή μας, μια προληπτική γραμμή στήριξης;
Ασφαλώς η κάλυψη θα λειτουργήσει ανασχετικά σε οποιαδήποτε αρνητική συγκυρία. Μάλιστα, μόνο η ύπαρξή της μπορεί να λειτουργήσει τόσο καθησυχαστικά για τις αγορές, ώστε να την καταστήσει φαινομενικά αχρείαστη.
Από εκεί και πέρα, οι όροι της μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται με νέα μέτρα λιτότητας τύπου «μνημονίου». Αντίθετα, μπορεί να περιλαμβάνει μέτρα που θα πρέπει να εφαρμόσουμε ούτως ή άλλως με τη μορφή μεταρρυθμίσεων, ίσως σε μια πιο επιταχυμένη εκδοχή τους με διεθνή συνεργασία στην υλοποίησή τους.
- Εκτός και αν η προσφυγή στη προληπτική γραμμή, "εξαρτηθεί" τελικά από τις ίδιες τις αγορές, από τυχόν δηλαδή συνέχιση της ανόδου των επιτοκίων. Πιστεύετε ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα υποχρεωθεί να τη ζητήσει η ίδια η κυβέρνηση;
Αν οι πολιτικές εξελίξεις συνδεθούν με τις οικονομικές σε όρους «αφηγημάτων», θα είναι κακό και για την πολιτική και για την οικονομία. Η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει εκτιμώντας τις εξελίξεις ψύχραιμα και να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά κάθε επιλογής, χωρίς τη ματιά στραμμένη σε ενδεχόμενα εκλογικά αποτελέσματα.
- Τελικά θα πληρώνουμε για πολύ το κόστος των αέναων διαπραγματεύσεων της διετίας 2015-2016;
Δεν νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα για αυτή την «απογραφή». Τουλάχιστον για την οικονομική, αλλά και για την ιστορική και την πολιτική, αποτίμηση χρειάζεται ένα βάθος χρόνου για να εμφανιστούν οι συνέπειες. Γνωρίζουμε για τη βουτιά του ΑΕΠ τη διετία που ακολούθησε, αλλά δεν ξέρουμε αν τέθηκαν οι βάσεις για μακροχρόνια υπέρβαση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Προς το παρόν δεν φαίνεται να έχει προκύψει η επενδυτική έκρηξη που αποτελεί προϋπόθεση για να τροφοδοτηθεί μια τέτοια εξέλιξη.
- Κάντε μας και μια εκτίμηση για τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη από την εκτίναξη του πετρελαίου. Τι σημαίνει για μια βαθιά εξαρτημένη από το πετρέλαιο, χώρα σαν την Ελλάδα; Λέγεται ότι για κάθε 10 δολάρια ανόδου του πετρελαίου, "ψαλιδίζεται" κατά 0,6% ο ρυθμός ανάπτυξης...
Υπάρχουν δύο επιδράσεις, η άμεση και η έμμεση. Η άμεση επίδραση είναι ότι προφανώς θα έχουμε ένα αρνητικό σοκ στον παραγωγικό τομέα στην Ελλάδα, ο οποίος είναι δυσανάλογα εξαρτημένος από το πετρέλαιο.
Η έμμεση επίδραση είναι ότι αν οδηγηθούμε σε επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, θα πληγούμε δευτερογενώς από την πτώση της παγκόσμιας ζήτησης που συνεπάγεται μείωση των εξαγωγών μας, καθώς και την ανακοπή της αύξησης του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα.
Για τις δευτερογενείς επιδράσεις πρέπει να περιμένουμε να δούμε αν θα διατηρηθεί η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και τι μέγεθος θα έχει. Βέβαια, είναι διαφορετικό να χάσεις, για παράδειγμα, μισή ποσοστιαία μονάδα όταν είσαι στο 3.5% και διαφορετικό όταν είσαι στο 1.5%. Για αυτό η ασφαλέστερη οδός για εμάς πρέπει να παραμένει η προσήλωση στις επενδύσεις και στην εξωστρεφή ανάπτυξη.
*Ο Σαράντης Καλυβίτης είναι καθηγητής Μακροοικονομικής και Διεθνούς Χρηματοδοτικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και διευθυντής του Εργαστηρίου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (LINER)