Η αντιπολίτευση και ειδικά η αξιωματική αποτελεί πυλώνα της Δημοκρατίας. Σε περιπτώσεις εθνικών κρίσεων ο ρόλος της είναι σημαντικός. Όταν όμως ο πανικός και η αγωνία οδηγούν σε έναν διαρκή πετροπόλεμο σε βάρος της κυβέρνησης, καθίσταται ανίκανη να τον εξυπηρετήσει. Και αυτό αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της Δημοκρατίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν επιλέξει το δρόμο της διαμαρτυρίας και του «πεζοδρομίου», με διαρκής επιθέσεις και κατηγορίες που φθάνουν σε πολλές περιπτώσεις τα όρια των ύβρεων. Είτε πρόκειται για την πανδημία, είτε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προτάσεις δεν υπάρχουν. Είναι χαρακτηριστικό πως για την τελευταία εξέλιξη στη Σύνοδο Κορυφής αναφορικά με τις κυρώσεις στην Τουρκία, ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε από την μία πλευρά για διπλωματική ήττα της κυβέρνησης και από την άλλη έκανε λόγο για μια Ευρωπαϊκή Ένωση κατώτερη των περιστάσεων.
Χωρίς φυσικά να προτείνει εναλλακτικές σχετικά με τη στάση που θα μπορούσε να τηρήσει ο πρωθυπουργός και τον τρόπο με τον οποίο θα ήταν εφικτή η λήψη μιας ομόφωνης απόφασης δεδομένου ότι όπως και ο ίδιος υποστήριξε, η ΕΕ στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Και χωρίς να αναφέρει πως θα μπορούσε ίσως ο ίδιος να πείσει την υπερεκτεθειμένη, τραπεζικά, Ισπανία των Σάντσεθ και Ιγκλέσιας που έχουν και οικονομικές-εξοπλιστικές σχέσεις με την Τουρκία, να υπερψηφίσουν κυρώσεις.
Ίδια η αντιμετώπιση και στην πανδημία. Με προτάσεις που αφορούν μόνο σε προσλήψεις στο ΕΣΥ και μια ακατάσχετη παροχολογία που θα τίναζαν στον αέρα την οικονομία της χώρας επιδιώκει να γίνει αρεστός σε όλους όσοι του γύρισαν τη πλάτη, υποδαυλίζοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε αντίδραση προκειμένου να δημιουργηθεί κύμα «νεοαγανακτισμένων». Επιλέγει δηλαδή να διεκδικήσει μια αρνητική ψήφο σε βάρος της κυβέρνησης.
Είναι δεδομένο ότι η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση για να διεκδικήσει μια επιστροφή στο δρόμο προς την εξουσία έχει τρεις επιλογές:
Η πρώτη επιλογή είναι να προχωρήσει στην κατάθεση προτάσεων συγκεκριμένων. Και ένα σχέδιο που να υιοθετηθεί από τους πολίτες. Όπως δηλαδή έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης που ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή της προθέσεις του αναλύοντας και τον τρόπο με τον οποίο θα πετύχει την ανάκαμψη της χώρας, ασχέτως με την πανδημία που προέκυψε και που άλλαξε άρδην το σκηνικό.
Αυτός ο δρόμος είναι πολυτέλεια για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεκαοκτώ μήνες μετά δεν υπάρχει ούτε μια συγκεκριμένη πρόταση με αποτέλεσμα να παραμένει σταθερά καθηλωμένος στις δημοσκοπήσεις σε ποσοστά που κινούνται πέριξ του 20% και τους πολίτες να μην εμπιστεύονται και κυρίως να μην ακούνε τα όσα καταγγέλλει, πέραν φυσικά αυτών που κινούνται με αντιδεξιά σύνδρομα και προέρχονται κυρίως από το λεγόμενο παλαιό ΠΑΣΟΚ
Άλλωστε ο ίδιος και η ηγετική του ομάδα δεν έχουν πράξει το παραμικρό προς αυτή την κατεύθυνση. Ούτε καν το κόμμα δεν επιχείρησαν να αναμορφώσουν, η δε στροφή προς την σοσιαλδημοκρατία κράτησε όσο χρειάστηκε για να προστεθεί στον τίτλο του κόμματος ο τίτλος Προοδευτική Συμμαχία και να απορροφηθούν ορφανά του ΠΑΣΟΚ και κάποιες λοιπές δυνάμεις. Είναι άλλωστε ορατό πως σήμερα η Κουμουνδούρου κινείται σε ρυθμούς κόμματος διαμαρτυρίας και αντίδρασης όπως όταν βρισκόταν στο 3% αλλά και την περίοδο που το δίλημμα «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» αποτέλεσε το κύμα που το οδήγησε στις καρέκλες της εξουσίας.
Η δεύτερη επιλογή είναι να αναμένει η καταστροφολογία να μετατραπεί σε πράξη. Να υπάρξουν δηλαδή χιλιάδες νεκροί από την πανδημία και να διαρραγεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση. Και αυτός ο δρόμος δείχνει κλειστός δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών παραμένει υψηλή εν αντιθέσει με αυτή προς το πρόσωπο και τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η τρίτη επιλογή είναι η συνταγή που έχει επιλέξει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υψηλοί καταγγελτικοί τόνοι, το λεγόμενο σκληρό ροκ, διανθισμένο με αναφορές που στόχο έχουν να προκαλέσουν εκ νέου διχασμό, ανάλογο με εκείνον της περιόδου 2011 - 2015. Η συνταγή αυτή είχε επιτυχία εκείνη την περίοδο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προέρχονταν από πολιτική παρθενογένεση. Πλέον υπάρχει κυβερνητικό παρελθόν, το οποίο οδήγησε τη χώρας σε ένα 3ο μνημόνιο, καθυστέρησε σημαντικά την επαναφορά στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη και τίναξε στον αέρα κοινωνικές τάξεις, όπως η μεσαία. Σημαία, ήταν μια ταξική πολιτική που τελικά έβλαψε ολόκληρη την κοινωνία.
Ο ανεύθυνος λαικισμός, η καταστροφολογία, η καπηλοκαπηλεία και η αδιαφορία για τα εθνικά θέματα με καταγγελίες που πλήττουν επί της ουσίας την εικόνα της χώρας την στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη μια διπλωματική μάχη για έναν πόλεμο που δεν έχει κριθεί, δείχνει πως η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να παίξει το ρόλο που της ανέθεσε σχεδόν το 31% των ψηφοφόρων. Προς το παρόν μάλιστα, ένα μέρος τους δείχνει να στηρίζει τις πρωτοβουλίες και της δράσης της κυβέρνησης.
Η Φώφη Γεννηματά
Την ίδια όμως στιγμή και η Φώφη Γεννηματά δείχνει να κλωτσά την μοναδική ευκαιρία να καταλάβει μια θέση στο κέντρο. Επιχειρεί να πατήσει σε δύο βάρκες και στα εύκολα να κάνει ένα είδος εποικοδομητικής κριτικής, ενώ στα δύσκολα επιλέγει να πλειοδοτήσει σε καταγγελίες σε βάρος της κυβέρνησης.
Και αυτό σε μια προσπάθεια να φανεί... σοσιαλιστικότερη του Αλέξη Τσίπρα και να πείσει χαμένους ψηφοφόρους να εμπιστευθούν ένα κόμμα χωρίς ξεκάθαρη πυξίδα σε ό,τι αφορά το ρόλο του στο πολιτικό σκηνικό.
Η χώρα βρέθηκε σε μια νέα δίνη και οι πολίτες βλέπουν πολιτικούς αρχηγούς να λειτουργούν με γνώμονα το μικροκομματικό συμφέρον και το κλείσιμο του ματιού στους ακραίους τους ψηφοφόρους αντί να καταθέτουν προτάσεις και να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κρίσεις που εξελίσσονται. Και είναι δεδομένο πως αυτό δεν κάνει καλό ούτε στην κυβέρνηση...