Ξύπνησε ο Γαλλογερμανικός άξονας;

Ξύπνησε ο Γαλλογερμανικός άξονας;

Του Χάρη Θεοχάρη

Τον περασμένο Ιανουάριο, όταν λίγοι πίστευαν ότι μπορεί να κερδίσει τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, ο Emmanuel Macron επισκέφθηκε το Βερολίνο. Μιλώντας τότε στο Humboldt University, επικαλέστηκε τα λόγια του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Delors: «Για την Ευρώπη χρειαζόμαστε ένα όραμα και ένα κατσαβίδι. Δυστυχώς, στην παρούσα φάση, έχουμε πολλά κατσαβίδια αλλά ακόμη δεν διαθέτουμε όραμα». Δύο μήνες μετά τη νίκη του στην πρώτη παρουσία ως Πρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χάραξε ένα μονοπάτι για την Ευρώπη  φέρνοντας  κοντά του κυρίως τη Γερμανία. «Είμαι υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, αλλά δεν είμαι υπέρ της αφέλειας”, είπε χαρακτηριστικά αναφερόμενος στους παγκόσμιους ανταγωνιστές της Ε.Ε και κυρίως στην Κίνα.

Και η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel  έσπευσε  μόλις χθες να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε ο Γάλλος Πρόεδρος κάνοντας λόγο για μπλοκάρισμα των Κινεζικών επενδύσεων στην ΕΕ. Πρόκειται για σημαντική κίνηση με μακροχρόνιες συνέπειες τόσο για την ΕΕ όσο και για τη χώρα μας.

Κάποιες πρώτες σκέψεις έχει σημασία να αποτυπωθούν:

Πρώτον, ο Γαλλογερμανικός άξονας άρχισε να κινείται. Αυτός είναι ο πρώτος, άμεσος συντονισμός σε ένα ζήτημα που μέχρι πρότινος θα θεωρείτο ταμπού ως αντιφιλελεύθερος προστατευτισμός. Η καρδιά της Ευρώπης άρχισε να χτυπά και να χτυπά δυνατά.

Δεύτερον, η επιρροή της ατζέντας του λαϊκισμού ( Le Pen, Trump) είναι δεδομένη. Πολύ ορθά ο Μacron ξεκινάει με τα ζητήματα που απασχολούν τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης για να υλοποιήσει την υπόσχεσή του πως μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, ο λαϊκισμός στη Γαλλία θα συρρικνωθεί.

Τρίτον, θα δοκιμαστεί η συνοχή της Ευρώπης από αυτή την πρωτοβουλία. Χώρες του Νότου, αλλά και η Πολωνία έχουν θετικές χρηματοεπενδυτικες ροές από την Κίνα και χωρίς ουσιαστικές εναλλακτικές δε θα συναινέσουν εύκολα.

Τέταρτον, οι γεωπολιτικές επιπτώσεις δεν μπορούν να προβλεφθούν. Τα προηγούμενα χρόνια η Δύση κατανάλωσε ουκ ολίγη διπλωματική ενεργεία για να φιλελευθεροποιηθεί η Κίνα (πχ με την είσοδό της στο ΠΟΕ) για να ορθώσει τώρα εμπόδια στις επενδύσεις της. Κατά συνέπεια η απάντησή της θα έχει ενδιαφέρον καθώς η Κίνα έχει στρατηγική επιλογή την αύξηση της επιρροής της σε έναν πολυπολικό κόσμο και ίσως αναθεωρήσει αυτή τη στρατηγική.

Πέμπτον, θα πρέπει να δούμε πώς θα υλοποιηθεί η πρόταση αυτή- εφ' όσον ποτέ υιοθετηθεί-  χωρίς να αθετεί τις ήδη υπάρχουσες διεθνείς ή διμερείς συνθήκες που ρυθμίζουν τέτοια ζητήματα.

Έκτον, στη χώρα μας έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις από την Κίνα ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Δεν είναι τυχαίο το άρθρο πριν λίγες ημέρες της οικονομικής γερμανικής εφημερίδας «Suddeutsche Zeitung», με βασικό θέμα το γεγονός, ότι οι επενδύσεις της Κίνας στην Ελλάδα απαλύνουν τις συνέπειες της κρίσης. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο συντάκτης του άρθρου ότι «Το Πεκίνο γίνεται μέτοχος στη νότια Ευρώπη της κρίσης» και καταλήγει ότι «το γεγονός αυτό αποτελεί έμμεση συνέπεια της συνεχιζόμενης κρίσης στη νότια Ευρώπη και της πολιτικής περικοπών που ακολουθεί η ΕΕ. Κάθε χρόνο η Κίνα επενδύει στην υπερχρεωμένη Ελλάδα πολλά χρήματα, απαλύνοντας σημαντικά τις συνέπειες της ένδειας».

Έβδομον, θα πρέπει η χώρα μας να αναθεωρήσει τα οποία στρατηγικά πλάνα για τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις υπάρχουν στο ΥΠΕΞ. Σε περίπτωση υλοποίησης της πρότασης, το αναπτυξιακό σκέλος του προγράμματος προσαρμογής της χώρας μας πρέπει να αναθεωρηθεί δραστικά.

Προσπαθήσαμε να καταδείξουμε κάποιες από τις παραμέτρους που καθιστούν την πρόταση αυτή σημαντική για το μέλλον της Ευρώπης γενικά και της χώρα μας ειδικότερα.

Καθώς η Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία αντιμετώπιζε τη μια κρίση μετά την άλλη, ασχολήθηκε περισσότερο με το να σφίγγει τις βίδες με το κατσαβίδι παρά παρά να σχεδιάζει οράματα. Τώρα ο Ε. Macron δείχνει έτοιμος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Ελπίζουμε η Ελληνική κυβέρνηση να μην είναι χαμένη στη θερινή ραστώνη, μεθυσμένη με τη επιτυχία της διαπραγμάτευσης ή ζαλισμένη από την οσμή των σκουπιδιών και να στρέψει την προσοχή της έγκαιρα στα ζητήματα που θα σχηματίσουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο η μελλοντική ανάπτυξη της χώρας μας θα χαθεί ή θα κερδηθεί.