Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Το πρώτο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι αν ο πρωθυπουργός γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη προβοκάτσια. Γιατί το πιθανότερο είναι πως μπερδεύει το σημαίνον με το σημαινόμενο, φέρνοντας συνειρμικά, στη μνήμη του, τα εφηβικά του ακούσματα. Τότε που οι «διδαχές» του κομματικού «κορανίου» αναμασούσαν συνεχώς τις ίδιες φράσεις, προκειμένου οι «πιστοί» να διαμορφώσουν την δική τους «αυτονομιστική» διάλεκτο.
Με αφορμή λοιπόν, τη χθεσινοβραδινή επίθεση στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, στα Εξάρχεια, η κυβέρνηση μίλησε για προβοκάτσια και πολιτική εκμετάλλευση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και ταυτόχρονα, δημιούργησε τεράστιες απορίες σε όλους, για την πιθανή αιτία της «προβοκατόρικης» ενέργειας. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο προβοκάτορας; Πληρωμένοι δολοφόνοι που τους ψώνισε η Φώφη από τις πιάτσες του εγκλήματος που συχνάζει; Άνθρωποι του Κυριάκου που βρήκαν πρόχειρο ένα καλάσνικοφ στο πολυτελές τους αυτοκίνητο και άρχισαν να πυροβολούν; Ή μήπως σκοτεινά κέντρα οικονομικών συμφερόντων που θέλουν να βλάψουν την λαοπρόβλητη κυβέρνηση η οποία, παραδοσιακά, απεχθάνεται το χρήμα και τα δεινά που έχει επιφέρει στην ανθρωπότητα..;
Γενικότερα, όμως, η επίκληση της έννοιας του όρου (ετυμ. provocare, προκαλώ) είναι πολύ πρόσφορη στο πολιτικό λεξιλόγιο, από την εποχή του Κρέοντα. Για να «αποκαλύψει» πάντα τους «εχθρούς» κάθε εξουσίας που φοβάται τον ίσκιο της από ανασφάλεια για τις αμαρτίες της. Αλλά και στους «Παραδείσους» της «Σοβιετίας», κάποιος Λαυρέντι Μπέρια εξιχνίαζε ή έστηνε ο ίδιος προβοκάτσιες για να ρίξει στην παγίδα τους αντιπάλους.
Στη περίπτωση βέβαια, της κυβέρνησης είναι κάπως περίεργη η διατύπωση, δεδομένου πως είναι μάλλον διεστραμμένη η πεποίθηση ότι οι «εχθροί» του ΣΥΡΙΖΑ πυροβολούν με καλάσνικοφ, τους αστυνομικούς για να βλάψουν την κυβέρνηση.
Θα μου πεις τώρα, και τι πειράζει να ξεστομίσουμε έναν ακόμα παραλογισμό, για να καλύψουμε τον «Ράνταπλαν» του κυβερνητικού συμβουλίου, Νίκο Τόσκα. Κάθε μέρα, η βία εξελίσσεται ως φυσικό φαινόμενο στην Αθήνα και το προφανές δεν έχει καμία αξία για τον ψηφοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, η «αποκάλυψη» της προβοκάτσιας αποτελεί μία «έντιμη» διέξοδο, μιας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημειολογική βάση για να χτίσει κανείς ό τι θέλει και αγαπάει στη φαντασία του.
Από εκεί και πέρα, η κατάσταση βαίνει πλέον ανεξέλεγκτη και αφήνει τα περιθώρια, σε πολλούς να προετοιμάζονται για περισσότερες δράσεις στο μέλλον. Είναι τουλάχιστον, εξοργιστική η καταγγελία συνδικαλιστή της αστυνομίας ότι κανείς δεν έδωσε εντολή για καταδίωξη των δραστών, την νύχτα της επίθεσης!
Κι όμως, η ελληνική αστυνομία μετράει τη μία μετά την άλλη, τις επιτυχίες σε συλλήψεις απαγωγέων, ληστών και δολοφόνων. Αλλά στο «αντάρτικο των πόλεων» σηκώνει τα χέρια ψηλά. Όπου δηλαδή δρα χωρίς παρεμβάσεις, κάνει σωστά τη δουλειά της ενώ στις υποθέσεις εξτρεμισμού εξυπηρετεί την πολιτική του υπουργείου που πουλάει ιδεολογία και επανάσταση στην κοινωνία.
Δεν ξέρει τι να υποθέσει κανείς για το μέλλον και ειδικά, όταν ο Αλέξης εγκαταλείψει την εξουσία. Αναρωτιέμαι πως θα μαζευτεί όλος αυτός ο «στρατός» των εξτρεμιστών που μεγάλωσε και ανέπτυξε όραμα στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Αναρωτιέμαι επίσης, για την επαναφορά στην αξιοπρέπεια, για τους ανώτατους αξιωματικούς της ελληνικής αστυνομίας που εξευτελίζονται, εκθέτοντας καθημερινά τους συναδέλφους τους στον κίνδυνο και στη χλεύη.
Πάντως αμφιβάλλω πραγματικά, αν ο Τσίπρας ξέρει τι θα πει προβοκάτσια. Του φτάνει μάλλον, που εννοεί το ίδιο πράγμα με τους ψηφοφόρους του…