Του Δημήτρη Μπούρλου *
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με το νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, τόσο των κύριων όσο και των επικουρικών, οδηγούμεθα σε χαμηλότερες συντάξεις από αυτές που απονέμονται σήμερα. Κι αυτό οφείλεται αφ΄ ενός μεν στους νέους συντελεστές αναπλήρωσης, που είναι ιδιαίτερα χαμηλοί, αφ΄ ετέρου δε, στο ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι συντάξιμες αποδοχές, οι αποδοχές δηλαδή με τις οποίες θα υπολογίζονται οι συντάξεις, θα είναι χαμηλότερες πέραν δε αυτού, στο ότι δεν θα έχουμε πλέον προσθήκες στις συντάξεις που βελτιώνουν το ύψος τους, όπως είναι το ΕΚΑΣ, οι προσαυξήσεις οικογενειακών βαρών, η πριμοδότηση βαρεών και ανθυγιεινών κ.λ.π.
Ειδικά οι προσαυξήσεις οικογενειακών βαρών παύουν πλέον να αποτελούν συνταξιοδοτική παροχή και μετατρέπονται σε προνοιακή παροχή, που χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια και ανεξαρτήτως της χορήγησης σύνταξης.
Στις κύριες συντάξεις ο προτεινόμενος νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων, με το σχήμα εθνική – ανταποδοτική σύνταξη, που ήλθε να αντικαταστήσει στην ουσία τον τρόπο υπολογισμού του νόμου Λοβέρδου με βασική – αναλογική σύνταξη, καταλήγει σε υποδεέστερες συντάξεις στην πλειονότητα των συνταξιοδοτικών περιπτώσεων. Υπενθυμίζω ότι ο νόμος Λοβέρδου είχε μακρά μεταβατικότητα, διατηρώντας το προϊσχύον αυτού καθεστώς για το χρόνο ασφάλισης μέχρι το 2010 και υπολόγιζε την σύνταξη με τον νέο τρόπο, για το χρόνο ασφάλισης από το 2011 μέχρι τη συνταξιοδότηση. Αυτό διασφάλιζε μια ομαλή σταδιακή μετάβαση, χωρίς μεγάλες μεταβολές του ύψους της σύνταξης από έτος σε έτος. Ακόμη όμως και αν καταργείτο η μακρά μεταβατική περίοδος και εφαρμοζόταν άμεσα και αμιγώς ο νόμος αυτός, οι συνταξιοδοτικές παροχές στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα ήταν υψηλότερες από αυτές που θα έχουμε με τον τρόπο που πρόκειται να νομοθετηθεί.
Ο λόγος είναι προφανής.
Στο ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης οι συντελεστές αναπλήρωσης μέχρι τα 30 έτη ασφάλισης με το νέο τρόπο είναι χαμηλότεροι, από δε τα τριάντα έτη βελτιώνονται, όμως ο υπολογισμός του ποσού δεν γίνεται με βάση τον συντελεστή που ισχύει για το συνολικό χρόνο ασφάλισης, αλλά τμηματικά, με τις διακυμάνσεις των ετών ασφάλισης που περιλαμβάνει ο σχετικός πίνακας. Έτσι οι βελτιωμένοι συντελεστές μετά τα τριάντα έτη αφορούν μόνο το τμήμα αυτό του χρόνου ασφάλισης και όχι το σύνολο του ασφαλιστικού βίου.
Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι ότι κατ΄ αυτό το τρόπο οδηγούμεθα με χαμηλότερο ανταποδοτικό ποσό, απ΄ότι με το νόμο Λοβέρδου, ιδίως στις περιπτώσεις του εκτεταμένου χρόνου ασφάλισης, όπου μεγάλο τμήμα της ασφάλισης υπολογίζεται με χαμηλούς συντελεστές αναπλήρωσης.
Όσον αφορά δε το ποσό της εθνικής σύνταξης (βασικής με το νόμο Λοβέρδου), η διαφορά από τα τριακόσια εξήντα έως τα τριακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ που λαμβάνει κάποιος με τουλάχιστον είκοσι έτη ασφάλισης, στην ουσία στο σύνολο της σύνταξης αναιρείται από την υπέρτερη ανταποδοτική. Στα δε δεκαπέντε έτη ασφάλισης, ο νέος νόμος προβλέπει χαμηλότερη από αυτήν του νόμου Λοβέρδου (τριακόσια σαράντα πέντε αντί 360 ευρώ). Έτσι λοιπόν εύλογα διερωτάται κάποιος αν είχε έννοια να «ανοίξει» κάποιος το θέμα του υπολογισμού του ποσού της κύριας σύνταξης, καταλήγοντας σε χειρότερο αποτέλεσμα από αυτά που ήδη υπάρχουν και τα οποία στην ουσία δεν αμφισβητούντο και από τους δανειστές. Το δε επιχείρημα ότι με το νέο σύστημα διασφαλίζεται το σύνολο της απονεμόμενης σύνταξης και όχι μόνο το ποσό της βασικής, όπως συνέβαινε με το νόμο Λοβέρδου, αναιρείται από την πρόβλεψη του άρθρου 14 του νόμου που πρόκειται να ψηφισθεί, που προβλέπει ότι οι συντάξεις θα ανακαθορίζονται με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η διασφάλιση του ύψους των συντάξεων έχει ως βασική και απαραίτητη προϋπόθεση την δυνατότητα του ασφαλιστικού συστήματος να διατηρεί το όποιο ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών. Με άλλα λόγια θα καταβάλλονται στο ύψος που απονεμήθηκαν, μόνο αν είναι αυτό δυνατό από την ισορροπημένη λειτουργία του συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η βελτίωση του ύψους των συντάξεων ακόμη και των νέων συντάξεων προϋποθέτει περιορισμό της ανεργίας και ανάκαμψη της οικονομίας. Το αξιοπρεπές επίπεδο των συντάξεων στο μέλλον πάντως απαιτεί μακρύ χρόνο ασφάλισης και υψηλές συντάξιμες αποδοχές, κάτι που στην σημερινή πραγματικότητα φαίνεται πολύ δύσκολο.
* Ο Δημήτρης Μπούρλος είναι δικηγόρος και εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ»