Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Είτε εξαιτίας ενός πόνου στο στομάχι ή ενός ξαφνικού σφάχτη στη μέση, είτε λόγω μιας αόριστης φήμης ότι οι Αγορές θα βυθιστούν ξανά σε μερικά χρόνια, είτε για χίλιους δυο άλλους παράγοντες, μικρούς, μεγάλους, οτιδήποτε, είμαστε έτσι καμωμένοι ώστε να επηρεάζεται αυτομάτως αρνητικά όλη μας η «ψυχολογία», το ηθικό μας δηλαδή, ο ψυχολογικός-συναισθηματικός τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και που με αυτόν ξεκινούμε ή τελειώνουμε τη μέρα μας.
«Πέφτουμε», απογοητευόμαστε, μια ρουφήχτρα απομυζά από μέσα μας με καθαρή χαιρεκακία τα ίχνη τής όποιας θέλησης είχαμε να σταθούμε κάπως θετικά απέναντι στη διαδρομή που ανοίγεται μπροστά μας — και που είναι δύσκολη, και σκολιά, και μπλεγμένη, και δύστροπη, σχεδόν πάντα.
Παίζει άραγε σοβαρό ρόλο το ηθικό μας στην τελική έκβαση των πραγμάτων που μας αφορούν; Ή όχι; Δεν είμαι σίγουρος. Το ψωμί δεν το φτηναίνει η καλή διάθεση — αυτό είναι μια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια. Δεν θα βγάλουμε περισσότερα χρήματα αν γελάμε σαν χάχες, σωστά; Υποθέτω πως, ναι, σωστά. Άλλοι πάλι μπορεί να διατείνονταν το (περίπου) αντίθετο.
Ότι μάς συμφέρει να μην είμαστε κατσουφιασμένοι και αισιόδοξοι: με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, έτσι μπορούμε εντέλει να είμαστε πιο μεθοδικοί και γρήγοροι, πιο ευέλικτοι ή και πιο παραγωγικοί. Ή απλώς μπορεί να απολαμβάνουμε πληρέστερα μία ταινία στο σινεμά. Μπορεί και να ισχύει, μέχρις ενός σημείου, δεν ξέρω. Μπορεί και όχι.
Αλλά ξέρω —καθώς αγνοώ τις σχετικές έρευνες της Γνωσιακής Ψυχολογίας και τη βιβλιογραφία— πως εμένα μου αρέσει αυτό. Το να είμαι «καλά», εννοώ. Και πως το αντίθετο με αποδιοργανώνει. Πως μπορώ και βάζω στη σειρά πιο εύκολα τους λογαριασμούς μου και τον προγραμματισμό μου. Και πως χαίρομαι περισσότερο τον ελεύθερο χρόνο μου όταν ακριβώς δεν με σκοτίζει κάτι πέραν όλων όσων τραβάμε έτσι κι αλλιώς, κατιτί είτε αφηρημένο είτε πολύ συγκεκριμένο, κάτι από αυτά που τα συζητούν οι πάντες.
Επί παραδείγματι, και πολύ πρόχειρα, ο Πολάκης ας πούμε είναι κάτι που μου στοιχίζει. Αν ήμουν υπολογιστής, θα διέθετα έναν ολόκληρο σέρβερ για να στοιβάξω τα συναισθήματα που μου προκαλεί όποτε ο καλός αυτός γιατρός, ο επιστήμων, το αγλάισμα της Κρήτης, ανοίγει το λάπτοπ του (τον φαντάζομαι, μάλιστα, με μια λερωμένη με σάλτσες αμάνικη φανέλα και βερμούδα, σε ένα γραφείο όλο στάμπες από ποτήρια και στάχτες παντού), όποτε ανοίγει το λάπτοπ του, έλεγα, μέσα στη νύχτα, μεσάνυχτα η ώρα τρεις, παράφορος, μασώντας τα μουστάκια του και μηρυκάζοντας το βραδινό του, και γράφει αυτά που γράφει με σουφρωμένα χείλια, πληκτρολογώντας με τους δείκτες.
Δεν είμαι υπολογιστής, δεν χαλαλάω έναν σέρβερ για τα συναισθήματα που μου προκαλεί, αλλά διάολε δεν μου φτιάχνει τη μέρα. Δεν μου τη φτιάχνει. Δηλαδή, δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι είναι στην κυβέρνηση της χώρας μου ένας τύπος τάλε-κουάλε με τον Μιχαλολιάκο. Τι να κάνουμε τώρα; Είναι αηδία αυτό το πράγμα, και χώνεται στο μυαλό μου και κάποιες στιγμές —πολλές— το κυριεύει.
Όπως χώνονται στο μυαλό σου όλες εκείνες οι υπεκφυγές, οι αρρωστημένες προσπάθειες να μεταφερθούν οι όποιες ευθύνες αλλού, όταν πατάς επί πτωμάτων ξανά μέσα στη νύχτα, για να πεις, «Έφταιγε η μάντρα που έχτισε ο τάδε μπατζανάκης τού δείνα πολιτευτή της Νέας Δημοκρατίας και δεν μπόρεσε ο κόσμος να πηδήξει στον γκρεμό».
Να πηδήξει στον γκρεμό…
Αυτό, η τερατώδης αυτή εικόνα, δεν είναι κάτι που μπορείς να παραβλέψεις. Βασικά, είναι ικανό να μπει στο μυαλό σου κι αυτό, να χωθεί, να τρυπώσει και να δεθεί εκεί, και να μην κουνάει για μέρες. Και για βδομάδες. Μπορεί να σε κάνει να αρχίσεις να βρίζεις (εμένα με έχει κάνει να αρχίσω να βρίζω, κι ας είμαι πρωταθλητής Ελλάδος στην αυτοπειθαρχία) ή και να σπας πράγματα.
Λες από μέσα σου, «Βούλωσ' το, χριστιανέ μου, δεν χρειάζεται να πεις κάτι, δεν χρειάζεται να πεις οτιδήποτε — όχι επειδή είσαι εγνωσμένης βλακείας, που είσαι, αλλά επειδή ακόμα ακούγονται φωνές. Φωνές ανθρώπων που καίγεται το δέρμα τους και τους πονάνε τα πνευμόνια και τρέχουν τα μάτια τους και φοβούνται. Δηλαδή, σκάσε. Βγάλε τον σκασμό. Βούλωσ' το».
Είδατε; Δεν είναι δύσκολο να αρχίσεις να παραφέρεσαι, να σκοτεινιάζει το μυαλό σου, να τα χάνεις, να εξαντλείς το απόθεμά σου σε βλαστήμιες, να τρέμουν τα χέρια σου και —εκεί θέλω να καταλήξω— τελικώς να μην μπορείς να αποδώσεις κατά το δοκούν, κατά το επιθυμητό, σε ό,τι μικρό ή μικρότερο ή τιποτένιο είχες να κάνεις. Μπορεί να 'χες μια δουλειά.
Μπορεί να έπρεπε να ξεκουραστείς. Μπορεί να 'θελες να κοιτάς το ταβάνι. Μπορεί όμως απλώς να ήθελες να κλάψεις. Να πενθήσεις. Δεν σε αφήνει όμως αυτός ο εξωτερικός παράγων. Σου τραβάει το μούτρο από το πιγούνι για να τον δεις — για να δεις τα μάτια του που καίνε και που θέλουν να τους μοιάσεις. Καίγονται να τους μοιάσεις.
Η ζωή δεν είναι άθλημα, και σίγουρα όχι «άθλημα ψυχολογίας». Αλλά έλα όμως που θυμίζει και το ένα, και το άλλο. Πώς να το κάνουμε. Τείνει να πορεύεται κανείς καλύτερα στα πάντα, σε ό,τι και αν επιλέγει να κάνει, όταν το μυαλό του χωράει μόνο τη μεγάλη εικόνα του κακού, των αμέτρητων δυσκολιών του βίου, και όχι και όλα αυτά τα παραφερνάλια κακότητας. Fact.
Και, αντίθετα, μάλλον είναι μια στάλα πιο φωτεινή η ζωή —φαινομενικά; ναι, ίσως— και τείνει και σένα να ξαλαφρώνει το κεφάλι σου όταν τύχει και ακούσεις μια καλή κουβέντα. Ψέματα: μια ΛΟΓΙΚΗ κουβέντα, κάτι που να ξεκινά από δω και να καταλήγει εκεί και όχι παρέκει, κάτι που να μαρτυρά ορθολογισμό, σοβαρότητα, αίσθηση μέτρου, συγκρότηση λόγου και σκέψης, αλλά και καταλαγή, μετριοπάθεια και σεβασμό.
Τέτοια ακούσαμε χθες, και γι' αυτό νιώθουμε έτσι σήμερα: με ξαλαφρωμένο μυαλό.
Και, αναφορικά με εμένα, ναι, (και) γι' αυτό είμαι #ΜεΤονΚυριάκο.