Ξαφνικά αγάπησαν τους Γερμανοτσολιάδες

Ξαφνικά αγάπησαν τους Γερμανοτσολιάδες

Του Σάκη Μουμτζή

Το σκηνικό έχει στηθεί ως εξής : πρώτα-πρώτα το χρέος, από προπαγανδιστικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ, αναγορεύθηκε σε εθνικό στόχο με την – για ακόμα μια φορά – απερίσκετη σύμπραξη και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

Στην συνέχεια, ο θάνατος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έδωσε την ευκαιρία σε κυβερνητικά στελέχη και στον πρωθυπουργό να δώσουν ένα ρεσιτάλ Εθνικής ενότητας μέσα κι έξω από το κοινοβούλιο. 

Η κορύφωση αυτής της κατάστασης ήρθε με την δήλωση του Π. Κουρουμπλή, πως θα έπρεπε να ζητήσουν συγγνώμη απ΄όσους αποκαλούσαν Γερμανοτσολιάδες. Να υπενθυμίσω, πως ο εν λόγω υπουργός ήταν από τους χυδαιότερους υβριστές των πολιτικών αντιπάλων του, συναγωνιζόμενος τον Πολλάκη. Αίφνης, έπαθε κρίση συνειδήσεως.

Μα γιατί, κακό είναι να πέσουν οι τόνοι; Κακό είναι να υπάρξει ήπιο κλίμα και να ζητηθούν συναινέσεις; Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Εξαρτάται. Αν όλα αυτά αποτελούν στρατηγική επιλογή, είναι όχι μόνον θετικά, είναι η ιδεώδης κατάσταση. Αν ένα κόμμα όταν είναι παντοδύναμο επιδιώκει τον διάλογο, την συζήτηση και τις συγκλίσεις με τα άλλα κόμματα, δημιουργεί με αυτήν την συμπεριφορά του ένα πολιτικό τοπίο  συναίνεσης και κοινών στόχων.

Αν όμως είναι ένας τακτικός ελιγμός για να ξεφύγει από την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται, τότε όλες αυτές οι μετριοπαθείς συμπεριφορές είναι υποκριτικές, και μόλις επιτελέσουν τον σκοπό τους, θα εξαφανιστούν. Θα επανέλθει ο παλιός διχαστικός και επιθετικός λόγος.

Αλλωστε, η συγγνώμη έχει αξία όταν την ζητεί ο ισχυρός. Οχι ο αδύναμος. Στην δεύτερη περίπτωση ζητείται υπό το κράτος της ήττας, υπό την πίεση των δυσμενών συνθηκών. Δεν είναι ειλικρινής.

Τον ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή της παντοδυναμίας του τον γνωρίσαμε. Και μάθαμε και τους ελιγμούς του. Το 2015 ήταν διαφωτιστικό για όσους θέλουν να διαφωτιστούν. Οσοι δεν θέλουν ή από ανεπάρκεια δεν μπορούν, «τσιμπάνε» στα δολώματα που τους ρίχνει η ηγετική ομάδα του. «Επί τέλους ωριμάζει», υποστηρίζουν. Ολοι αυτοί αποτελούν τον, εν δυνάμει, στρατό των «πρόθυμων» και των «χρήσιμων», τις εφεδρείες του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Α. Τσίπρας γνωρίζει την κρισιμότητα της εβδομάδας 15-22 Ιουνίου. Και έχει επεξεργαστεί, στο μέτρο των ικανοτήτων του, δύο πολιτικές γραμμές.

1. Αν οι εταίροι μας δεν του δώσουν ούτε ένα αξιοπρεπές περιτύλιγμα, ούτε καν στρατσόχαρτο,  θα τους καταγγείλει και μέσα σε ένα καθεστώς ρήξης και σύγκρουσης θα προσφύγει στην λαϊκή ετυμηγορία. Αυτό το εισηγούνται αρκετά στελέχη του κόμματος, καθώς έχει εμφανή πλεονεκτήματα. Εξασφαλίζει στον ΣΥΡΙΖΑ ένα ποσοστό άνω του 20% και μεταθέτει την λύση όλων των προβλημάτων στην Νέα Δημοκρατία, επενδύοντας συγχρόνως στην «δεξιά παρένθεση.»

2. Αν οι εταίροι του «χρυσώσουν το χάπι», θα χρειαστεί μια περίοδο πολιτικής ηρεμίας για να μπορέσει να εφαρμόσει, όσο πιο ανώδυνα γίνεται, όλα αυτά που έχει ψηφίσει. Για να το επιτύχει χρειάζεται ήπιο πολιτικό κλίμα. Διάλογο και συναίνεση. Αυτό το κλίμα  πρέπει να δημιουργηθεί σιγά-σιγά για να είναι και πειστικό και αποδοτικό.

Ετσι, ξαφνικά προέκυψαν τα εθνικοενωτικά  ξεσπάσματα και οι υποκριτικές συγγνώμες. Εξυπηρετούν την κατάσταση. Ομως, με την ίδια ευκολία θα αντικατασταθούν με τις γνωστές πολεμικές κραυγές και τις επιθετικές κορώνες, αν ενεργοποιηθεί το πρώτο σενάριο.

Η δημοκρατική αντιπολίτευση θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτήν την « επίθεση φιλίας» με την εκτίμηση, πως πρόκειται για μια υποκριτική πολιτική, που εξυπηρετεί τους βραχυπρόθεσμους  κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Λάθη σαν αυτά του 2015 δεν δικαιολογούνται πλέον. Τον αντίπαλο όταν είναι πεσμένος στο έδαφος τον πατάς. Τον αποτελειώνεις! Δεν του δίνεις το χέρι για να σηκωθεί!